ΠΩΣ Η ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΤΡΕΠΕΤΑΙ ΣΕ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΗ
Του Γιώργου Ηλιόπουλου
Οι πληθωριστικές πλέον τιμές της
ενέργειας στην Ευρώπη, προκαλούν βαρύτατα πλήγματα στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες,
υποθάλποντας μία άλλη, δραματικά χειρότερη κρίση, λόγω του γεγονότος ότι οι δύο
μεγαλύτεροι προμηθευτές των Ευρωπαίων αγροτών σε λιπάσματα, η Λευκορωσία και η
Ρωσία, διακόπτουν τις εξαγωγές τους. Η συγκεκριμένη εξέλιξη εγκυμονεί σοβαρούς
κινδύνους για την παγκόσμια αλυσίδα παραγωγής τροφίμων, με πρώτο και χειρότερο
θύμα την Ευρώπη.
Οι ισχυρές πιέσεις στο μέτωπο της αγοράς ενέργειας, που ωθούν πληθωριστικά τις τιμές σε δυσθεώρητα επίπεδα, προκαλούν όλεθρο στις βιομηχανίες της Ευρώπης και ειδικά σε εκείνες που λόγω δραστηριότητας αποτελούν μονάδες έντασης ενέργειας από πλευράς κατανάλωσης. Οι βιομηχανίες αλουμινίου και οι χαλυβουργίες τίθενται εκτός λειτουργίας λόγω κόστους, οι χημικές μονάδες μετακινούνται εκτός Ευρώπης (κυρίως στις ΗΠΑ), ενώ ο μεγαλύτερος όμιλος χημικών, η BASF, σχεδιάζει μόνιμη και δραστική συρρίκνωση της παραγωγικής της δυναμικότητας στην ΕΕ.
Στο περιθώριο αυτών των οπωσδήποτε δυσμενών εξελίξεων, σοβεί ένα εξαιρετικά σοβαρότερο πρόβλημα σε σχέση με την πληττόμενη βιομηχανική δραστηριότητα. Προκαλείται από την διακοπή λειτουργίας των μονάδων παραγωγής λιπασμάτων λόγω του ενεργειακού κόστους, σε συνδυασμό με την προαναφερθείσα δραστική μείωση των εισαγωγών λιπασμάτων από Λευκορωσία και Ρωσία, που έχουν υποστεί σκληρές κυρώσεις από την ΕΕ.
Οι λευκορωσικές και ρωσικές χημικές βιομηχανίες εφαρμόζουν σκληρά αντίποινα σε βάρος των Ευρωπαίων, διακόπτοντας τις εξαγωγές λιπασμάτων, παρά τις συνεχείς διαβεβαιώσεις των Βρυξελλών ότι τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν υπόκεινται σε καθεστώς κυρώσεων.
Η Ρωσία κατέχει το 45% της διεθνούς παραγωγής νιτρικής αμμωνίας, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Αγροτικής και Εμπορικής Πολιτικής (Institute for Agriculture and Trade Policy), αλλά ταυτόχρονα κατέχει και το 18% της αντίστοιχης παγκόσμιας καυστικού καλίου (ποτάσας), όπως και το 14% των διεθνών εξαγωγών φωσφάτης.
Η Λευκορωσία αποτελεί επίσης βασικό εξαγωγέα λιπασμάτων, ειδικά στο καυστικό κάλιο, αλλά η χώρα έχει υπαχθεί σε καθεστώς κυρώσεων από την ΕΕ. από το 2021, λόγω των καταγγελιών για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αντίθεση, μάλιστα, με τη Ρωσία οι λευκορωσικές βιομηχανίες λιπασμάτων έχουν υπαχθεί στις ευρωπαϊκές κυρώσεις.
Πρόκειται για μία ατυχή σύμπτωση για την ευρωπαϊκή αγροτική παραγωγή και την διατροφική ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου, από την στιγμή που εξανεμίζονται οι εξαγωγές των βασικών προμηθευτών της. Οι αλυσίδες αξίες, δηλαδή οι σειρές των διαδοχικών σταδίων που απαιτούνται για την δημιουργία των τελικών προϊόντων, έχουν φθάσει σε απίστευτα υψηλό βαθμό ολοκλήρωσης, κατά τον διευθύνοντα σύμβουλο του νορβηγικού ομίλου Yara Intrenational, βασικού παραγωγού λιπασμάτων.
Απερίσκεπτες ενέργειες
Εάν κάποιος παρατηρήσει έναν
χάρτη της Ευρώπης, διαπιστώνει ότι η γειτονική της Ρωσία κατέχει τους φυσικούς
πόρους, με συνέπεια οι αλυσίδες αξίας να εξελίσσονται επί δεκαετίες προς την
ολοκλήρωσή τους. Ακόμα και στις χειρότερες περιόδους του Ψυχρού Πολέμου τα
προϊόντα των ρωσικών χημικών βιομηχανιών εξάγονταν απρόσκοπτα προς τις
υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης.
Όπως και στην περίπτωση του φυσικού αερίου οι Ευρωπαίοι αποδεικνύονται επιρρεπείς σε άστοχες ενέργειες, χωρίς να προηγούμενη ορθολογική σκέψη και εκ των προτέρων προγραμματισμό της αντίδρασής τους. Τελικά και κατόπιν εορτής κινούνται προς την αναζήτηση εναλλακτικών προμηθευτών και στρέφονται προς το Μαρόκο που καλύπτει το 40% των ευρωπαϊκών εισαγωγών σε φωσφάτη και διαθέτει τις δυνατότητες να αυξήσει σημαντικά τον όγκο των εξαγωγών του προς την Γηραιά Ήπειρο.
Μία άλλη επιλογή αποτελεί η Κεντρική Ασία και ειδικά το Ουζμπεκιστάν, που εξάγει μεγάλους όγκους λιπασμάτων προς την Ασία και την Μέση Ανατολή, αλλά διαθέτει την δυνατότητα να εξυπηρετήσει και την Ευρώπη, με τους αρμόδιους υπουργούς της ΕΕ να έχουν σύντονες επαφές με τους ομολόγους τους στο Ουζμπεκιστάν. Η τρέχουσα κατάσταση εμφανίζει από την μία πλευρά την δραστική συρρίκνωση της παραγωγής λιπασμάτων στην Ευρώπη, λόγω των εκρηκτικών τιμών της ενέργειας και από την άλλη την διακοπή των σχετικών εξαγωγών της Ρωσίας, μετά την επιβολή των κυρώσεων.
Ενδεχομένως οι Ευρωπαίοι δεν είχαν προϋπολογίσει αντίποινα αυτής της μορφής από την στιγμή που τα λιπάσματα δεν υπόκεινται σε καθεστώς κυρώσεων, αν και ο κοινούς νους αντιλαμβάνεται πως το επέβαλλαν οι συνθήκες. Οι επιλογές αυτές καταλήγουν στο να καταστήσουν την Ευρώπη εξαιρετικά ευάλωτη σε διατροφικά πλήγματα, διευρύνοντας δραματικά την έκθεσή της σε μία άλλη επικίνδυνη εξάρτηση.
Προς το παρόν δεν διαφαίνεται κάποια βιώσιμη άμεση λύση στο πρόβλημα και ενδεχομένως βραχυπρόθεσμα να μην υπάρξει. Ακόμα και εάν οι ελλείψεις από την Λευκορωσία και την Ρωσία αποκατασταθούν με εισαγωγές από άλλους παραγωγούς, οι τιμές θα εκτοξευθούν. Όπως η στροφή από το φυσικό αέριο των ρωσικών αγωγών προς το αντίστοιχο υγροποιημένο (LNG), προκαλεί έκρηξη των τιμών, ένα ανάλογο φαινόμενο στα λιπάσματα θα τροφοδοτήσει ανοδικά τον ήδη επικίνδυνα υψηλό πληθωρισμό.
Ο παγκόσμιος εθισμός και το κόστος
Σε πρόσφατη έκθεσή του το
Ινστιτούτο Αγροτικής και Εμπορικής Πολιτικής (Institute for Agriculture and
Trade Policy) επισημαίνει πως η βιώσιμη αγροτική παραγωγή στην υδρόγειο,
χαρακτηρίζεται από τον εθισμό της στα λιπάσματα, τα οποία όμως εμφανίζουν
απότομη άνοδο τιμών. Η ομάδα του G-20 έχει επιβαρυνθεί το 2021 με το διπλάσιο
κόστος λιπασμάτων σε σχέση με το 2020, δηλαδή σε περίοδο πριν την έκρηξη της
κρίσης στην Ουκρανία. Το κόστος πρόκειται να τριπλασιασθεί κατά το 2022, με την
επιβάρυνση να αυξάνεται κατά 21,8 δισ. δολάρια επιπλέον. Η Βρετανία έχει
καταβάλλει επιπλέον 144 εκατ. για εισαγωγές λιπασμάτων και η Βραζιλία επιπλέον
3,5 δισ. για τον ίδιο σκοπό.
Οπωσδήποτε μεγάλο μέρος του αυξημένου κόστους οφείλεται στις πληθωριστικές τιμές της ενέργειας, από την στιγμή που οι βιομηχανίες λιπασμάτων αποτελούν μονάδες που καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Αυτή η πραγματικότητα, πέραν των αντιξοοτήτων, φέρει την παγκόσμια διατροφική αλυσίδα και ειδικά το τμήμα που συνδέεται με την Ευρώπη σε δυσχερέστατη θέση.
Η Ρωσία συνεχίζει πάντως να εφοδιάζει χωρίς προβλήματα τις χώρες της Αφρικής, αυξάνοντας μάλιστα τους όγκους των εξαγωγών, ενώ η Ευρώπη δεν έχει καμία δυνατότητα να υπαναχωρήσει σε κάποιες έστω κυρώσεις, χωρίς να καταρρακώσει και τα τελευταία ψήγματα της αξιοπιστίας της. Ορισμένοι, όμως, που συμπλέουν με τις διαπιστώσεις του Ινστιτούτου Αγροτικής και Εμπορικής Πολιτικής, με επίκεντρο το εθισμό της αγροτικής παραγωγής στα λιπάσματα, διαβλέπουν στη συγκεκριμένη κρίση νέες ευκαιρίες για την προώθηση λύσεων απεξάρτησης.
Η ολλανδική κυβέρνηση σκοπεύει να μειώσει κατά 70% τις εκπομπές αζώτου από τον τομέα της αγροτικής παραγωγής με σαρωτικό περιορισμό της χρήσης λιπασμάτων, προκαλώντας όμως τις μαζικές διαδηλώσεις των αγροτών. Τα γεγονότα πάντως στην Σρι-Λάνκα, όπου επιχειρείται απότομη κατάργηση σχεδόν της χρήσης λιπασμάτων, ώστε να επιτευχθεί δραστική μείωση του κόστους παραγωγής, πιστοποιούν ότι αποφάσεις αυτής της μορφής έχουν τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, ειδικά όταν επιβάλλονται αιφνιδιαστικά.
Τα προβλήματα που ανακύπτουν συντελούν κι αυτά στην παύση πληρωμών της χώρας και στην αναγκαστική προσφυγή για την διάσωσή της στο ΔΝΤ, ενώ με την έννοια αυτή ο εθισμός στα λιπάσματα αποδεικνύεται εξίσου ισχυρός με τον ανάλογο στο φυσικό αέριο. Κατά συνέπεια, μία κρίση, που προκαλείται από την καταθλιπτική εξάρτηση από τους ξένους προμηθευτές, ίσως οδηγεί στην μείωση της εξάρτησης από συγκεκριμένους, εντείνοντας όμως την ανάλογη από άλλους και στην άνοδο του κόστους.
Πηγή: slpress.gr
Σχόλια