ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΛΙΓΝΙΤΗΣ: Η ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΕ ΕΞΩ - ΗΛΕΚΤΡΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΥΨΗΛΗΣ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ
του Κίμων Χρηστάνη και Σταύρου Καλαϊτζίδη, Τμήμα Γεωλογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Στη σημερινή Διεθνή και ιδιαίτερα στην Ευρωπαϊκή ενεργειακή σκηνή η συζήτηση αναφορικά με τις διαμορφούμενες πολιτικές επικεντρώνεται στην απεξάρτηση από τη χρήση γαιανθράκων για ηλεκτροπαραγωγή λόγω των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που αυτή ενέχει.
Ακολουθώντας τις Ευρωπαϊκές οδηγίες η Ελλάδα ανακοίνωσε την άμεση και καθολική απεμπλοκή της από τη χρήση του εγχώριου λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή μέσω πλέγματος πολιτικών απολιγνιτοποίησης[1].
Αν και θεμιτή η ευθυγράμμιση της χώρας μας με τις περιβαλλοντικές επιταγές της εποχής, απαιτείται ένας ολοκληρωμένος και προσεκτικός σχεδιασμός της όλης διαδικασίας απεξάρτησης από τον λιγνίτη και γενικά τα ορυκτά καύσιμα, έτσι ώστε αφενός μεν να μην καταβαραθρωθεί η εξορυκτική βιομηχανία λιγνίτη και χαθούν για ακόμα μια φορά γνώσεις και εμπειρίες, αλλά και ευκαιρίες και δυνατότητες ανάπτυξης εγχώριων ορυκτών πόρων και υπαρχουσών παραγωγικών δομών, αφετέρου να διασφαλιστεί ότι ο ενεργειακός μετασχηματισμός θα προχωρήσει απρόσκοπτα και χωρίς εξαρτήσεις από εισαγόμενες ενεργειακές πρώτες ύλες.
Είναι γνωστό ότι ο Ελληνικός χώρος λόγω της γεωλογικής του εξέλιξης φιλοξενεί πάνω από 60 λιγνιτοφόρες λεκάνες, που είναι διάσπαρτες τόσο στον ηπειρωτικό, όσο και τον νησιωτικό χώρο. Οι σημαντικότερες λεκάνες, αυτές της Φλώρινας - Πτολεμαΐδας - Κοζάνης και της Μεγαλόπολης, αποτέλεσαν εδώ και δεκαετίες τον χώρο δραστηριοποίησης κυρίως της ΔΕΗ και στήριξαν ενεργειακά τη χώρα.
Τα λιγνιτικά κοιτάσματα στις λεκάνες της Δράμας και της Ελασσόνας δεν αξιοποιήθηκαν παρόλο το σημαντικό δυναμικό τους. Παράλληλα κάποια λίγα μικρά κοιτάσματα απετέλεσαν κατά καιρούς αντικείμενο εξόρυξης λιγνίτη από ιδιωτικές εταιρείες.
Είναι επίσης γεγονός ότι στην Ελλάδα, ακόμα και κατά την περίοδο της ευμάρειας, ο εγχώριος λιγνίτης δεν αξιοποιήθηκε πολύπλευρα και δεν αξιοποιήθηκαν όλες του οι δυνατότητες, παρά μόνο εφαρμόστηκαν πολύ περιορισμένες τεχνικές βελτιστοποίησης της εξόρυξης και της χρήσης του σχεδόν αποκλειστικά για ηλεκτροπαραγωγή.
Δυνατότητες πολλαπλών χρήσεων, ειδικά για την παραγωγή εδαφοβελτιωτικών, οργανοχουμικών λιπασμάτων, χουμικών συστατικών, ροφητικών υλικών κ.ά., αποτυπώθηκαν σε μελέτες που παραμένουν στις βιβλιοθήκες πανεπιστημιακών και ερευνητικών ινστιτούτων της χώρας (π.χ. ΙΓΜΕ, σήμερα ΕΑΓΜΕ), και που αν εν τω μεταξύ είχαν εφαρμοστεί, θα είχαν ως αποτέλεσμα χαμηλότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα της λιγνιτικής χρήσης πιθανά με αποδοχή κάποιας επιμήκυνσης της λειτουργίας της Λιγνιτικής Βιομηχανίας στη χώρα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο Ελληνικός λιγνίτης δύναται να αποτελέσει εξαιρετική πρώτη ύλη για παραγωγή εδαφοβελτιωτικών και οργανοχουμικών λιπασμάτων (Kalaitzidis et al. 2003, Chassapis and Roulia 2008, Giannouli et al. 2009, Γιαννούλη 2017), αλλά και την παρασκευή φίλτρων (π.χ. Kalaitzidis et al. 2006, Χρηστάνης κ.ά. 2006, Papanicolaou et al. 2009, Karapanagioti et al. 2010), ως πρόσθετο σε πολφούς γεωτρήσεων, αλλά ακόμα και για την παραγωγή οπτάνθρακα και ενεργού άνθρακα (Kelessidis et al. 2007, Pasadakis et al. 2011).
Στην Ελλάδα λόγω του Μεσογειακού κλίματος αλλά και των εντατικών αγροτικών καλλιεργειών έχει επέλθει σημαντική υποβάθμιση (δηλ. απώλεια οργανικού χούμου) των εδαφών, που υποστηρίζουν την πρωτογενή αγροτική παραγωγή. Το φαινόμενο αυτό προβλέπεται να ενταθεί στο μέλλον.
Η κατανάλωση ανόργανων λιπασμάτων δεν επιλύει το θέμα, και μάλιστα επιτείνει το πρόβλημα της νιτρορρύπανσης υδροφόρων στρωμάτων, ενώ η αναζήτηση τρόπων διατήρησης της οργανικής ύλης στα εδάφη γίνεται ολοένα και ακριβότερη.
Συνεπώς προτείνεται η υποστήριξη επενδυτικών σχεδίων για αξιοποίηση μικρών κοιτασμάτων λιγνίτη για εφαρμογή είτε ως εδαφοβελτιωτικών είτε ως πρώτη ύλη για παραγωγή οργανοχουμικών λιπασμάτων, δηλαδή συστατικών πλούσιων σε χουμικά και φουλβικά οξέα.
Μελέτες που έχουν γίνει με χουμικά συστατικά που απομονώθηκαν από λιγνίτη, έδειξαν ότι αυτά έχουν ευεργετική επίδραση στη βλάστηση σπόρων, στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών από τους ιστούς των φυτών, στην ανάπτυξη του βλαστού και του ριζικού συστήματος, καθώς και στην αύξηση της παραγωγής και της ποιότητας μεγάλης ποικιλίας φυτών.
Σήμερα σε διεθνές επίπεδο ο λιγνίτης χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη για την παραγωγή οργανοχουμικών λιπασμάτων με τη μορφή αλάτων χουμικών οξέων (humates) ή χουμικών οξέων εμπλουτισμένων σε άζωτο (nitrohumates), κάλιο (potassium humate) κ.ά. Επίσης έχουν γίνει μελέτες πάνω στη χρήση του λιγνίτη ως εδαφοβελτιωτικού μετά από εμπλουτισμό του με άζωτο μέσω της διαδικασίας της οξειδωτικής αμμωνόλυσης (Χρηστάνης κ.ά. 2006, 2009).
Συνοπτικά μπορεί να αναφερθεί ότι τα χαρακτηριστικά εκείνα που ακριβώς καθιστούν τον Ελληνικό λιγνίτη φτωχό σε θερμαντική ικανότητα, είναι ακριβώς αυτά που απαιτούνται για την παραγωγή π.χ. χουμικών συστατικών αλλά και εδαφοβελτιωτικών.
Πλήθος μικρών κοιτασμάτων στον Ελλαδικό χώρο, συμπεριλαμβανομένων συγκεκριμένων στρωμάτων από τις κύριες λιγνιτοφόρες λεκάνες Φλώρινας-Πτολεμαΐδας-Κοζάνης και Μεγαλόπολης, δύνανται να αξιοποιηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Οι μελέτες έως τώρα αποδεικνύουν υψηλή ικανότητα παραγωγής χουμικών συστατικών σε εργαστηριακή κλίμακα από διάφορα κοιτάσματα του Ελληνικού χώρου, αλλά και αποτελεσματικότητας της εφαρμογής τροποποιημένου λιγνίτη σε δενδροφυτεύσεις αποκατάστασης (π.χ. σε αποκατάσταση τοπίου σε ορυχεία βωξίτη και καολίνη, ιδιοκτησίας της σημερινής ΙΜΕΡΥΣ, βλ. Χρηστάνης κ.ά. 2009).
Η διαχρονική στρέβλωση με αποκλειστικό προσανατολισμό τη μονοδιάστατη χρήση του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή οδήγησε στη μη αξιοποίηση του εγχώριου λιγνίτη σε πάρα πολλές άλλες εφαρμογές, που δυνητικά παράγουν προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες.
Επισημαίνεται ότι χώρες της Ευρώπης, όπως η Γερμανία και η Πολωνία, με πιο ενανθρακωμένους και συνεπώς λιγότερο ποιοτικούς για τη συγκεκριμένη χρήση λιγνίτες, αναπτύσσουν γοργά τη βιομηχανία εδαφοβελτιωτικών, καθώς κι άλλες μη ενεργειακές εφαρμογές, ενώ η Ελλάδα με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χαμηλής ενανθράκωσης αλλά και του ασβεστο-αλκαλικού χαρακτήρα αυτών, που μειώνει την απελευθέρωση επικίνδυνων ιχνοστοιχείων, δεν πρέπει να αφήσει ανεκμετάλλευτη αυτήν την ευκαιρία.
Σήμερα λοιπόν που ο λιγνίτης υποκαθίσταται από άλλες πηγές ενέργειας, είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά επείγον και ζωτικής σημασίας να αναζητηθεί διέξοδος για την αξιοποίησή του σε εξωηλεκτρικές χρήσεις.
Η προσπάθεια για τη διατήρηση του
εξορυκτικού κλάδου λιγνίτη και τη στροφή σε εξω-ηλεκτρικές εφαρμογές πρέπει να
υποστηριχθεί, αλλά και να ενισχυθεί στα πλαίσια τόσο της Δίκαιης Μετάβασης στη
Μεταλιγνιτική Εποχή, αλλά και στα πλαίσια των στρατηγικών Green Mining και
Recycling of Raw Materials.
Η αναστολή χρήσης του λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή δεν πρέπει να εκμηδενίσει και να ακυρώσει όλη την εγχώρια γνώση που επί σειρά ετών συσσωρεύτηκε, αλλά και την καινοτομία που δύναται να αναπτυχθεί μέσω της εναλλακτικής χρήσης του λιγνίτη.
Η δραστηριοποίηση μικρών εξορυκτικών εταιρειών σε διάφορες μεταλλευτικές περιοχές διευκολύνει τη μετάβαση σε μια εναλλακτική και καθαρή χρήση του εγχώριου λιγνίτη με ταυτόχρονη ανάπτυξη καθετοποιημένης παραγωγής οργανοχουμικών λιπασμάτων.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η ανάπτυξη παραγωγής χουμικών συστατικών ή εδαφοβελτωτικών από λιγνίτη για χρήσεις, όπως η αγροτική παραγωγή, η αποκατάσταση ορυχείων, η αναβάθμιση καμένων εδαφών κτλ., θα δημιουργήσει έναν κύκλο εργασιών και εισοδήματα, που σε δεύτερη φάση δύνανται να επενδυθούν για την παραγωγή πιο καθαρών χουμικών συστατικών, τα οποία βρίσκουν εφαρμογές στη βιομηχανία καλλυντικών αλλά και τη φαρμακευτική βιομηχανία.
Με τον τρόπο αυτό θεμελιώνεται
ένας κύκλος ανάπτυξης εγχώριων προϊόντων, τα οποία θα μπορούν να υποστηρίξουν
την τοπική αγορά αλλά και να εξάγονται σε χώρες, όπου τα αντίστοιχα υλικά
θεωρούνται πρώτες ύλες. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας παρουσιάζει πλεονεκτήματα
αναφορικά με την παρουσία εμπορικών δικτύων διακίνησης αυτών των προϊόντων,
ιδιαίτερα σε χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και της Μέσης Ανατολής.
Παρόλες τις αδυναμίες του «Ελληνικού Τρόπου» αξιοποίησης των ερευνητικών αποτελεσμάτων από Κρατικούς ή Ιδιωτικούς φορείς, διάχυσης της έρευνας, ενίσχυσης ερευνητικών ομάδων που έχουν καινοτόμες ιδέες αλλά δεν βρίσκουν πόρτες ανοιχτές κτλ., ο χώρος της εξορυκτικής βιομηχανίας του λιγνίτη υπήρξε επί δεκαετίες ένας δημιουργικός χώρος τόσο για την ανάπτυξη εγχώριας τεχνολογίας και βιομηχανίας, όσο και ερευνητικής και εκπαιδευτικής αριστείας από τα Πανεπιστήμια, Πολυτεχνεία και Ερευνητικά Ινστιτούτα.
Η αναστολή χρήσης του λιγνίτη για ηλεκτροπαραγωγή δεν πρέπει να εκμηδενίσει και να ακυρώσει όλη την εγχώρια γνώση που επί σειρά ετών συσσωρεύτηκε, αλλά και την καινοτομία που δύναται να αναπτυχθεί μέσω της εναλλακτικής χρήσης του λιγνίτη.
Εν κατακλείδι, τα κοιτάσματα λιγνίτη στην Ελλάδα αποτέλεσαν χώρο ερευνητικής εργασίας πλήθους γεω-επιστημόνων και μηχανικών απ’ όλον τον κόσμο. Συνέβαλλαν και πρέπει να συνεχίσουν να συμβάλουν στην κατανόηση της γεωλογικής ιστορίας της χώρας, στον τρόπο που οι αλληλεπιδράσεις γεώσφαιρας-υδρόσφαιρας-ατμόσφαιρας εξελίχθηκαν στο πέρασμα του γεωλογικού χρόνου, αλλά και σε πρακτικά θέματα χρήσης των γαιανθράκων στη βιομηχανία είτε ως αναγωγικών μέσων είτε ως πρώτης ύλης για ανάκτηση άλλων ωφέλιμων συστατικών, όπως σπάνια μέταλλα, χουμικά κ.ά.
[1] Ο όρος «απολιγνιτοποίηση» είναι επιεικώς απαράδεκτος, αλλά δυστυχώς έχει – μάλλον δημοσιογραφικά – επικρατήσει. Δηλαδή όταν άρχισε η λιγνιτική παραγωγή στη χώρα, έγινε και η «λιγνιτοποίηση»; «Ποιήσαμε» λιγνίτη;
Αναδημοσίευση από oryktosploutos.net
Σχόλια