Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Είναι ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΣ το επάγγελμα του ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΟΥ; (email)

Δικαιολογημένη η αγανάκτηση των υπογειτών για το «άρθρο» σε ένθετο περιοδικό Κυριακάτικης έκδοσης Αθηναϊκής εφημερίδας. Κάνει εντύπωση (στους αδαείς δηλαδή) το να λες σήμερα, στην Ελλαδάρα του 21ου αιώνα, ότι ασκείς μισθωτή χειρωνακτική εργασία και να είσαι και υπερήφανος. Πώς είναι δυνατόν, θα αναρωτηθούν «οι πέριξ», καθιστοί στους καναπέδες τους; Είναι ένα επάγγελμα που μόνο γκλαμουράτο δεν μπορεί να θεωρηθεί. Ή ακόμη χειρότερα:

«Οι θέσεις εργασίας στα ορυχεία και στις εγκαταστάσεις δεν είναι ευεργέτημα για τον τόπο. Οι πολιτισμένοι εργάτες αποφεύγουν τέτοιες εργασίες»!!

(Φαίδων Ζαμπόγλου, «Η περιοχή επεξεργασίας χρυσού είναι ένας χαμένος εθνικός χώρος", Εφημερίδα Κομοτηνής «Ο Χρόνος», 3/3/1999,)

Η «δημοσιογράφος» που έγραψε το επίμαχο «άρθρο» παραμυθιάζεται ότι η «ψυχολογική ευμάρεια» (;) των εργαζομένων υπογειτών δεν είναι η ενδεδειγμένη και το γράφει στη  σχετική λεζάντα άσχετης φωτογραφίας…Δεν θα είχε βέβαια κανείς απαίτηση από την συγκεκριμένη κυρία-αλλά και κάποιους άλλους οπαδούς της αποβιομηχάνισης-να καταλάβουν ποτέ ότι το να κατέβεις μέσα στα σπλάχνα της γής και να παλέψεις με τα βράχια, τα χώματα και τα νερά, θέλει γιγάντια ρώμη. ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΟΛΑ ΨΥΧΙΚΗ. Αυτή κράτησε τους μεταλλωρύχους της Χιλής επί 69 Μέρες στα 732 μέτρα, όταν μάλιστα τις πρώτες 17 ημέρες κανείς δεν είχε επαφή μαζί τους και όταν μετά, μερικές Κασσάνδρες και «ειδήμονες», προφήτευαν ότι στην καλύτερη περίπτωση δεν θα βγούν αλώβητοι.

Ούτε είναι τυχαίο πως ο ήρωας του Καζαντζάκη, ο οποίος ενσαρκώνει την διαλεκτική μας σχέση μας με τη φύση και τον κόσμο μέσα από μια αέναη πάλη, είναι επιστάτης ανθρακωρυχείων. Λεβέντης, εμπειρικός και με ψυχή, όπως είναι πάντα ο μεταλλωρύχος:

"...Πήρε το σφυρί, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών του, κι άρχισε να καρφώνει με χοντρά καρφιά την ξυλοδεσιά της οροφής. Ξεκρέμασα από ένα στύλο μια λάμπα ασετυλίνης, πήγαινα απάνω-κάτω μέσα στη λάσπη, κοίταζα το φιλόνι. Σκούρο καστανό, γυάλιζε, δάση απέραντα βούλιαξαν, εκατομμύρια χρόνια πέρασαν, μασούσε, χώνευε, μετουσίωνε η γής, τα παιδιά της. Τα δέντρα έγιναν κάρβουνο κι ήρθε ο Ζορμπάς και τα βρήκε...

...Κρέμασα πάλι τη λάμπα στη θέσης της, κοίταξα το Ζορμπά να δουλεύει. Δίνουνταν όλος στη δουλειά, δεν είχε τίποτε άλλο στο νού του, γίνονταν ένα με τη γής, με τον κασμά, με το κάρβουνο. Το σφυρί, τα καρφιά, σα νάχαν γίνει σώμα του και πάλευε με το ξύλο. Πάλευε με το ταβάνι της γαλαρίας που έκανε κοιλιά. Πάλευε με όλο το βουνό που ήθελε να του πάρει το κάρβουνο και να φύγει. Ένιωθε ο Ζορμπάς την ύλη με σιγουράδα και τη χτυπούσε αλάθευτα εκεί που ήταν πιο αδύνατη και μπορούσε να νικηθεί. Κι έτσι που τον έβλεπα τώρα μουντζαλωμένο, ολοκάρβουνο, με μονάχα τ' ασπράδια των ματιών του που φέγγριζαν, έλεγα πως είχε καμουφλαρισθεί σε κάρβουνο, για να μπορέσει πιο εύκολα να ζυγίσει τον αντίπαλο και να πατήσει το κάστρο του.

-  Γειά σου Ζορμπά ! φώναξα άθελά μου".

ΣΚΕΠΤΟΜΕΝΟΣ ΠΟΛΙΤΗΣ



Υ.Γ. Η ανάρτηση αφιερώνεται απλά στους απανταχού μεταλλωρύχους. Κατάθεση τιμής και σεβασμού στους αφανείς ήρωες που βγάζουν από τη γή τις πρώτες ύλες για να έχουν να καταναλώνουν όλοι.