Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

ΣΜΕ: ΝΑ ΜΗΝ ΜΕΙΝΕΙ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος έχει και δυναμική και ισχυρό μέλλον και μπορεί να αποτελέσει μοχλό που θα βοηθήσει το ξεπέρασμα της φοβερής κρίσης που μαστίζει τη χώρα μας.

Η Εθνική Πολιτική( Ε.Π.) στοχεύει στην βιώσιμη αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας μας θέτοντας τους βασικούς άξονες, τις απαιτούμενες επιμέρους κατευθύνσεις όπως και τις επιμέρους εξειδικευμένες ενέργειες που απαιτεί μία τέτοια πολιτική. 

Βασικός στόχος της η εναρμόνισή της με τις βασικές αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και η σύζευξή της με τις υπόλοιπες εθνικές τομεακές πολιτικές. Η εφαρμογή της για να πραγματοποιηθεί πρέπει να περάσει κατά κύριο λόγο μέσα από ουσιαστική αλλαγή νοοτροπιών και πρακτικών όλων των εμπλεκόμενων (φορείς εκμετάλλευσης, Πολιτεία, Δημόσια Διοίκηση και τοπικές κοινωνίες).


Χωρίς αυτή την αλλαγή νοοτροπιών η Εθνικη Μεταλλευτικη Πολιτική θα μείνει μία ακόμη «εξαγγελία στα χαρτιά». Σήμερα που μιλάμε, παρά την επίσημη εξαγγελία της, δείγμα της νοοτροπίας που υπάρχει, διάφοροι τομείς του ίδιου του ΥΠΕΚΑ ή συναρμόδια Υπουργεία, στελέχη των οποίων «θέλουν να αγνοούν την Ε.Π.» αντιστρατεύονται την πολιτική αυτή, δημιουργώντας συνεχώς εμπόδια στην υλοποίησή της, με προτάσεις κανονιστικών διατάξεων ή ρυθμίσεων, με σχέδια Π.Δ. ή Υ.Α. και πρακτικές που στην ουσία αντίκεινται στους βασικούς της άξονες (και αυτό το λέμε «μετά λόγου γνώσεως»).

Τα παραπάνω τόνισε σε συνέντευξη ο πρόεδρος του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων κ Ελευθέριος Φαίδρος ο οποίος επισήμανε ότι εμείς ως Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων συμμετείχαμε ολόψυχα στην προσπάθεια για την δημιουργία Εθνικής Πολιτικής Αξιοποίησης του Ορυκτού Πλούτου της Χώρας (Ε.Π.) . Η εξαγγελία της στις 29-2-2012 σε ανοικτή ημερίδα που έγινε στο ΕΒΕΑ, παρουσία όλων των κομμάτων και των ενδιαφερόμενων φορέων έχει για μας την έννοια ότι η πολιτική ηγεσία του τόπου, κατά πλειοψηφία δεσμεύεται για την ανάπτυξη και αξιοποίηση, κατά βιώσιμο τρόπο, των ορυκτών πρώτων υλών της Χώρας.

Η πολιτική αυτή εξαγγέλθηκε, στη πιο κρίσιμη περίοδο για το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας, μιας Ελλάδας που βαθμιαία έχει σχεδόν πλήρως αποβιομηχανοποιηθεί, στερούμενης ισχυρού πρωτογενούς παραγωγικού τομέα είτε αυτός λέγεται γεωργία, είτε κτηνοτροφία είτε αξιοποίηση των φυσικών πόρων ενώ είχε και έχει όλες τις δυνατότητες για μία ισχυρή παραγωγική δράση.

Η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες της ΕΕ που διαθέτει σημαντικό ορυκτό πλούτο, τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ποσότητα και ποικιλία ορυκτών και μεταλλευμάτων, με μεγάλο βιομηχανικό ενδιαφέρον και ποικιλία εφαρμογών. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις ανάγκες σε ΟΠΥ της ευρωπαϊκής αλλά και της διεθνούς κοινότητας προσφέρει συγκριτικά πλεονεκτήματα για την οικονομία της χώρας.

Ο ελληνικός εξορυκτικός κλάδος αποτελεί σημαντικό τομέα της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, Συμμετέχει 3 με 5% στο ΑΕΠ αν συμπεριληφθεί και ο συσχετιζόμενος μεταποιητικός τομέας. Ο εξορυκτικός κλάδος τροφοδοτεί με ορυκτές πρώτες ύλες την παραγωγή ενέργειας, την τσιμεντοβιομηχανία, την βιομηχανία δομικών υλικών, την βιομηχανία μη σιδηρούχων μετάλλων όπως αλουμίνιο και νικέλιο, την βιομηχανία ανοξείδωτου χάλυβα κ.ά.

Η αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου πρέπει να αποτελέσει εθνική επιλογή, στα πλαίσια των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης αλλά και της νέας ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα των Ο.Π.Υ.

Ο κλάδος μας μπορεί να ενισχύσει ακόμη περισσότερο τη θέση του εξασφαλίζοντας σε βάθος χρόνου αναγκαίες πρώτες ύλες για τις ανάγκες της Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Βιομηχανίας, συνεισφέροντας ουσιαστικά και στην παγκόσμια αγορά.

-Σ΄ ότι αφορά την άμεση εφαρμογή της Εθνικής Πολιτικής κατά προτεραιότητα θεωρούμε ότι πρέπει να υπάρξει

α) κατάλληλος χωροταξικός σχεδιασμός που να διασφαλίζει τη δυνατότητα πρόσβασης σε κοιτάσματα ΟΠΥ και να επιλύει τα θέματα ανταγωνισμού των χρήσεων γης και β) ευέλικτο, σύγχρονο, απλοποιημένο και κωδικοποιημένο νομικό πλαίσιο περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων γ) μέτρα τόνωσης της ανταγωνιστικότητας του κλάδου.

Σ΄ ότι αφορά το πρώτο, επειδή βρισκόμαστε σε φάση αναθεώρησης των Περιφερειακών Χωροταξικών Σχεδίων, πρέπει να προσεχθεί η χωροταξική επιβίωση της εκμετάλλευσης του Ορυκτού Πλούτου της χώρας.

Εμείς είμαστε ανέκαθεν υπέρ της δημιουργίας Ειδικού Χωροταξικού για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες κάτι που εναρμονίζεται και με τις καλές πρακτικές που υλοποιούνται και από άλλα κράτη μέλη της Ε.Ε. στα πλαίσια της «Πρωτοβουλίας για τις Πρώτες ΄Υλες».

Σ΄ ότι αφορά το δεύτερο χρειάζεται άμεση υλοποίηση του νέου νόμου 4014/2011 «περί περιβαλλοντικής αδειοδότησης» ο οποίος ενώ έχει πολλά θετικά στοιχεία, η πλήρης εφαρμογή του εμποδίζεται από το γεγονός ότι πρέπει να εκδοθούν πολλές και σημαντικές ΥΑ προκειμένου να εξειδικευτεί και να λειτουργήσει.

Σ΄ ότι αφορά το τρίτο, θεωρούμε ως θέμα αιχμής την αναθεώρηση του άρθρου 63 του νόμου 4042/2012 «περί ρύθμισης δικαιωμάτων μεταλλειοκτησίας» με το οποίο διπλασιάζονται τα μισθώματα δημόσιων μεταλλευτικών χώρων δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα επιβίωσης σε μεταλλευτικές εταιρείες, σε μία εποχή έντονου διεθνούς ανταγωνισμού, με πτώση τιμών και αβεβαιότητα αγορών.

Επίσης θεωρούμε θέμα άμεσης προτεραιότητας την με διάφορους τρόπους, ενίσχυση της κατασκευαστικής - οικοδομικής δραστηριότητας.

Αναφερόμενος στα βασικά προβλήματα – αντικίνητρα που αναστέλλουν την ευρύτερη αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας ο κ Φαίδρος αφού υπογράμμισε ότι επειδή εξαγγέλθηκαν οι βασικοί άξονες μιας Εθνικής πολιτικής για την Αξιοποίηση του Ορυκτού Πλούτου της Χώρας χωρίς να περάσουμε σε εξειδικευτικές πρακτικές και ανάλογες κανονιστικές ρυθμίσεις, επειδή βγαίνει ένας, σε γενικές γραμμές θετικός νόμος όπως ο 4014 περί περιβαλλοντικής αδειοδότησης έργων που όμως χωρίς τις ανάλογες εξειδικευτικές Υ.Α. μένει «γράμμα καλών προθέσεων» δεν σημαίνει ότι διαφοροποιήθηκαν ή μειώθηκαν τα βασικά προβλήματα του κλάδου.

Η γραφειοκρατία συνεχίζει να υπάρχει, η διασύνδεση μεταξύ Υπουργείων ή υπηρεσιών περιορισμένη, ακόμη και στα πλαίσια ενός Υπουργείου, παράγεται νομοθετικό έργο που αντιτίθεται σε ήδη υπάρχουσες διατάξεις καθιστώντας θολό το ήδη δύσκολο τοπίο, υπηρεσίες που αγνοούν πολιτικές ή αναπτυξιακές κατευθύνσεις και αντιστρατεύονται το έργο του ίδιους τους του Υπουργείου, υπηρεσίες που έχουν επιφορτιστεί με το έργο της αδειοδότησης των έργων και είναι υποστελεχωμένες, υπηρεσίες περιφέρειας ανενημέρωτες για τις κανονιστικές εξελίξεις, τις κεντρικές πολιτικές και όλα τα συναφή, με προσωπικό άσχημα κατανεμημένο ή εν πολλοίς άσχετο με το αντικείμενο που καλούνται να ανταπεξέλθουν (π.χ. αδειοδότηση εξορυκτικών έργων), ελεγκτικές υπηρεσίες και μηχανισμοί ελέγχου τήρησης μέτρων προστασίας και περιβαλλοντικών όρων ανεπαρκείς, με πεπαλαιωμένες απόψεις για την παρακολούθηση των έργων και των υποχρεώσεων των φορέων εκμετάλλευσης, όλα αυτά και όχι μόνο, είναι η σύνθετη καθημερινότητα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις του κλάδου.

Πέραν τούτου το γεγονός ότι παράγεται συνέχεια περιβαλλοντική νομοθεσία η οποία τις περισσότερες φορές είναι αντιφατική σε σχέση με την εξορυκτική δραστηριότητα ή περιορίζει ή δυσκολεύει συντριπτικά τις δυνατότητες ανάπτυξης και λειτουργίας της, μέσα σε ένα πλαίσιο ανύπαρκτης εξειδίκευσης χωροταξικού σχεδιασμού, καθιστά ακόμη δυσκολότερη την ανάπτυξη του κλάδου.

Είναι ενδεικτικό ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (NATURA, νόμοι περί βιοποικιλότητας, νόμος προστασίας της ορνιθοπανίδας, ΖΕΠ, ΠΔ προστασίας διαφόρων ορεινών όγκων, δασικοί νόμοι και δασικές διατάξεις, διατάξεις αιγιαλού και παραλίας κλπ) έχουν θέσει κάτω από καθεστώς απόλυτης η μερικής προστασίας πλέον του 50% της χώρας. Εάν σε αυτό προσθέσουμε την ανάπτυξη σε νέες περιοχές οικιστικών σχεδίων ή την κατοχύρωση γης σε άλλες ποικίλες χρήσεις (μη εξορυκτικές) μέσω ΣΧΟΟΑΠ ή υπάρχοντος πολεοδομικού ή χωροταξικού σχεδιασμού, τότε αναρωτηθείτε τι μένει για την απρόσκοπτη λειτουργία και ανάπτυξη της εξορυκτικής δραστηριότητας.

Μεγάλο πρόβλημα για τον κλάδο αποτελούν οι έντονες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και ΜΚΟ οι οποίες λόγω ελλιπούς ενημέρωσης, λανθασμένων αναπτυξιακών προτύπων (τα θολά λεγόμενα και λεχθέντα περί πράσινης ανάπτυξης ή περί σχεδίων ήπιας ανάπτυξης οικοτουριστικής κατεύθυνσης, το όνειρο πολλών αρχόντων της τοπικής αυτοδιοίκησης, που δυστυχώς δεν έχουν φέρει στη χώρα ούτε ένα ευρώ έσοδα), λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στον ιδιωτικό τομέα και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Πολιτείας, αντιδρούν με ένταση σε κάθε νέα εξορυκτική δραστηριότητα, έρευνα ή αναπτυξιακό έργο.

Γι΄ αυτό το μεγάλο θέμα, στο να αποκτήσει δηλαδή η εξορυκτική δραστηριότητα «κοινωνική άδεια» και «κοινωνική αποδοχή» πρέπει να γίνουν συντονισμένες προσπάθειες, όχι μόνο από τους φορείς εκμετάλλευσης των ορυκτών πόρων αλλά και από την Πολιτεία.

Αναδημοσίευση από την www.kathimerini.gr