ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΙ ΙΚΑΝΕΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΙΑ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Όλοι θυμόμαστε την πολλές φορές απέλπιδα προσπάθεια του
καθηγητή Μαθηματικών να εξηγήσει τη διαφορά ανάμεσα στην ικανή και την αναγκαία
συνθήκη. «Αναγκαία συνθήκη για να μάθετε μαθηματικά είναι να έχετε μυαλό, αλλά
ικανή συνθήκη για να μάθετε μαθηματικά είναι να θέλετε να το χρησιμοποιήσετε»,
έλεγε.
Τα τελευταία χρόνια παραδόξως για τα ελληνικά δεδομένα οι
πάντες συμφωνούν ότι η λύση στο πρόβλημα της οικονομίας είναι η ανάπτυξη. Και
ότι η υπερβολική φορολογία, το περίπλοκο νομικό πλαίσιο, το ανίκανο και
διεφθαρμένο κράτος, η αργή απονομή δικαιοσύνης, το εχθρικό κλίμα προς τους
επενδυτές, η έλλειψη υποδομών, είναι τα κύρια εμπόδια που συναντά στον δρόμο
της η πολυπόθητη ανάπτυξη.
Φαίνεται συνεπώς ότι μπορούμε να συναινέσουμε πως η άρση
αυτών των εμποδίων είναι η αναγκαία συνθήκη για την ανάπτυξη. Είναι όμως και
ικανή; Μάλλον όχι καθώς η προσέλκυση επενδυτών δεν απαιτεί μόνο την απουσία
συγκριτικών μειονεκτημάτων, αλλά και την ύπαρξη συγκριτικών πλεονεκτημάτων.
Είναι κοινά παραδεκτό ότι συνήθως τα πλεονεκτήματα μιας
χώρας βρίσκονται στους φυσικούς της πόρους, στους ανθρώπους της και στη
γεωπολιτική της θέση. Όπως και ότι το κλίμα και το φυσικό κάλλος κάνουν την
Ελλάδα περιζήτητο τουριστικό προορισμό, ενώ στο έδαφός της μπορούν να παραχθούν
εξαιρετικής ποιότητας αγροτικά προϊόντα.
Εκείνο που δεν είναι δυστυχώς σε μεγάλο βαθμό κοινός τόπος
είναι ότι τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας βρίσκονται και στο υπέδαφος της, όπου
υπάρχει πλήθος μεταλλικών ενεργειακών και βιομηχανικών ορυκτών.
Προφανώς δεν
πρόκειται να αποφέρουν έσοδα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, που κάποιοι με
αφέλεια ή και δόλο υπολογίζουν, αλλά αποδίδουν τόσα ώστε η συνδρομή του κλάδου
των ορυκτών στο ΑΕΠ να είναι περίπου 3%, ενώ υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να
φτάσει στο 6%.
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι οι φυσικές-ορυκτές πρώτες ύλες
ανήκουν στις λίγες ικανές συνθήκες ανάπτυξης. Ως εκ τούτου προξενεί απορία
γιατί η αξιοποίηση του ορυκτού μας πλούτου είναι τόσο χαμηλά στη δημόσια
συζήτηση.
Παρά τις άοκνες προσπάθειες του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων
το θέμα της αξιοποίησης του ορυκτού μας πλούτου επιδεικτικά αγνοείται από την
πολιτική ηγεσία με αποτέλεσμα να συγκεντρώνει περιορισμένη δημοσιότητα.
Μια
αρχική προσέγγιση στο ζήτημα θα μπορούσε να εντοπίσει ως κύριο αίτιο τη
δαιμονοποίηση κάθε παραγωγικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας, που υφίσταται
σε υπερθετικό βαθμό όταν μιλάμε για την εξορυκτική βιομηχανία ακόμα και από το
τμήμα αυτό της πολιτικής ηγεσίας που θεωρητικά είναι υπεύθυνο για την ανάπτυξή
της.
Παράλληλα, ενδεχομένως δεν είναι σαφής η συνεισφορά της
εξορυκτικής βιομηχανίας στην εθνική μας οικονομία. Παρακολουθώ με δέος το πόσο
εύκολα είμαστε έτοιμοι να απεμπολήσουμε το δικαίωμά μας να αξιοποιήσουμε το
μόνο μέχρι σήμερα αξιοποιήσιμο ενεργειακό ορυκτό μας τον λιγνίτη.
Για να αξιοποιήσουμε τον φυσικό πλούτο της χώρας, πρέπει
πέρα από τις αναγκαίες συνθήκες, την αξιοποίηση με σεβασμό στο περιβάλλον, τη
μεγιστοποίηση του οφέλους για την εθνική οικονομία και τη βιωσιμότητα των
επενδύσεων, να συντρέχουν και οι ικανές. Να θελήσουμε δηλαδή την αξιοποίηση του
ορυκτού μας πλούτου. Χωρίς αυτήν τη συνθήκη τίποτα δεν πρόκειται να προχωρήσει.
[ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, του Κώστα Γιατζιτζόγλου, διευ/ντος
συμβούλου ΓΕΩΕΛΛΑΣ]
Αναδημοσίευση από metalleiachalkidikis.gr
Σχόλια
Ο συντάκτης του κειμένου δηλαδή προσάπτει αφέλεια ή και δόλο σε όσους υποστηρίζουν τη θέση ότι η αξία του ορυκτού πλούτου της χώρας μας ανέρχεται σε τρισεκατομμύρια ευρώ και άρα η αξιοποίησή του μπορεί να αποδόσει στο δημόσιο εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ.
Η εν λόγω θέση, ότι η αξία του ορυκτού πλούτου της χώρας μας ανέρχεται σε αρκετά τρισεκατομμύρια ευρώ υποστηρίζεται και από εμένα.
Ενδεχομένως να είμαι αφελής. Αυτό μπορεί να το κρίνει όποιος παρακολουθεί τις τοποθετήσεις μου. Το να κατηγορούμαι όμως για δόλο είναι διαφορετικό πράγμα. Εάν ο συντάκτης του κειμένου θεωρεί ότι έχω δόλο, τον καλώ να το αποδείξει.
Η εν λόγω τοποθέτηση του συντάκτη της παρούσας ανάρτησης είναι συκοφαντική.
Το blog ας το λάβει υπόψη του αυτό.
Επιπροσθέτως, καταθέτω τον εξής προβληματισμό . . .
Μειώνοντας την αξία ενός προς πώληση παγίου στοιχείου, ποιός κερδίζει ; Ο αγοραστής ή ο πωλητής ;
Δίνοντας την απάντηση, θα βρεις και ποιός έχει δόλο να μειώνει την αξία του ορυκτού πλούτου της χώρας μας.