Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

ΕΙΝΑΙ ΥΠΑΡΚΤΟ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΥΓΕΙΑ VS ΑΝΑΠΤΥΞΗ?


Του Νίκου Ζόνζηλου

Η έγκαιρη και με αποφασιστικότητα εφαρμογή της αυστηρής πολιτικής περιορισμών που ακολούθησε η ελληνική κυβέρνηση κατά την κρίση της πανδημίας είχε χωρίς αμφιβολία θετικά αποτελέσματα. 

Η Ελλάδα σημείωσε έναν εξαιρετικά χαμηλό αριθμό θυμάτων συγκρινόμενη με άλλες χώρες και αποφεύχθηκαν οι ακραίες καταστάσεις που είδαμε αλλού. Ωστόσο, τώρα που το υγειονομικό πρόβλημα φαίνεται να έχει κάπως τιθασευτεί, έχει αρχίσει μια έντονη συζήτηση αμφισβήτησης της πολιτικής στη λογική ότι ναι μεν αποφύγαμε μερικούς θανάτους, κυρίως ηλικιωμένων ή ήδη βαριά νοσούντων, ωστόσο καταστρέψαμε την οικονομία.

Στην αρχή της κρίσης είχε τεθεί το δίλημμα (σχέσης ανταλλαγής tradeoff, ή όποια άλλη θεμιτή διατύπωση) υγεία ή οικονομία. Η κυβέρνηση ως κοινωνικός προγραμματιστής, επέλεξε ως πρώτη προτεραιότητα τη διασφάλιση της υγείας των πολιτών. Με αυτή την επιλογή ήταν σύμφωνη η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού διότι αυτή συνάδει με τις αξίες του.

Σήμερα διαθέτουμε επαρκή στοιχεία που βοηθούν να αξιολογήσουμε την επιλογή. Στοιχεία για τον αριθμό των θυμάτων και κρουσμάτων του κορoνoϊού σε διάφορες χώρες καθώς και προβλέψεις (όχι απολογιστικά στοιχεία) από τους διεθνείς οργανισμούς για την αναμενόμενη ύφεση το 2020 στις χώρες μέλη τους.

Τα σημεία στο διάγραμμα 1, συνδυάζουν για τις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης αλλά και για τις Ην. Πολιτείες και το Ην. Βασίλειο τον σωρευτικό αριθμό των θυμάτων από  κορονοϊό από την αρχή του 2020 μέχρι τις 30 Μαΐου ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους με τον αντίστοιχο προβλεπόμενο ρυθμό υποχώρησης του ΑΕΠ των χωρών το 2020 (προβλέψεις της Ε.Ε.). 

Εκείνο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς δια γυμνού οφθαλμού και χωρίς πολλές στατιστικές εκλεπτύνσεις, είναι ότι τα δυο μεγέθη (θύματα και ΑΕΠ) είναι πρακτικά ανεξάρτητα. Τα στοιχεία δεν υποστηρίζουν το δίλημμα υγεία ή οικονομία, δεν υπάρχει σχέση ανταλλαγής. Περισσότερα θύματα δεν σημαίνει λιγότερη ύφεση. Η Ελλάδα είναι μια ακραία παρατήρηση (outlier)  στο δείγμα των χωρών που παρουσιάζονται, επέτυχε υγειονομικά, όμως το κόστος να αναμένεται μεγάλο στην οικονομία (ύφεση πιθανόν και 10%). 


Ωστόσο, δεν θα πρέπει να συνάγει κανείς ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν είναι η κύρια αιτία της προβλεπόμενης ύφεσης. Η μεγάλη ύφεση είναι το αποτέλεσμα της διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, μεγάλη εξάρτηση από τη διεθνή ζήτηση υπηρεσιών (τουρισμός, μεταφορές), μεγάλος τομέας λιανεμπορίου και εστίασης, έλλειψη αρκετών εναλλακτικών δραστηριοτήτων. Μια χαλαρότερη υγειονομική πολιτική θα είχε πολύ περισσότερα θύματα με πολύ μικρό κέρδος στον περιορισμό της ύφεσης.

Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι στην τρέχουσα συγκυρία, ο περιορισμός της οικονομικής αβεβαιότητας και η ανάκαμψη της οικονομίας πρέπει να σταθμιστεί πολύ περισσότερο στους σχεδιαζόμενους κυβερνητικούς στόχους. Η ελληνική οικονομία πρέπει να επανεκκινήσει και να ξαναμπεί σε τροχιά ανάπτυξης, υπάρχουν αισιόδοξα στοιχεία: 

Η βελτιωθείσα διεθνής αξιοπιστία της χώρας, η προοπτική που δημιουργεί το προτεινόμενο από την Ε.Ε. Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ, η ένταξή μας στην ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, οι χαλαρότεροι δημοσιονομικοί στόχοι τουλάχιστον για κάποιο διάστημα, αλλά και οι χαμηλές τιμές πετρελαίου. 

Όμως η εκκίνηση δίδεται τώρα από μια σαφώς χαμηλότερη βάση, υψηλότερο δημόσιο χρέος αλλά και ιδιωτικό, υψηλότερο απόθεμα μη εξυπηρετουμένων  ανοιγμάτων και μικρότερη δυνητική παραγωγική ισχύ αν ένας αριθμός επιχειρήσεων δεν μπορέσει να ξανανοίξει ή έχει δυσκολίες.

Η εξωγενής υγειονομική διαταραχή ήταν συμμετρική για όλες της χώρες, η ανάκαμψη θα πρέπει και αυτή να είναι συμμετρική. Οι δικαστικές διαμάχες όπως αυτή που προέκυψε στη Γερμανία με την απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου της Καλσρούης, καθώς και υπερβολική στήριξη των επιχειρήσεων από χώρες με ισχυρή δημοσιονομική θέση δεν βοηθούν στη συντονισμένη άνοδο ου απαιτούν οι περιστάσεις και η ευρωπαϊκή συνοχή.

* Ο κ. Νίκος Ζόνζηλος είναι πρώην στέλεχος της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος και πρώην επιστημονικός συνεργάτης του ΙΟΒΕ.

Αναδημοσίευση από capital.gr