"ΠΩΣ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ Η ΜΕΤΑΛΛΕΥΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ"
Το άρθρο που ακολουθεί είναι του Νίκου Αρβανιτίδη, πρώην
προέδρου ΙΓΜΕ Βορείου Ελλάδος.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Αγγελιοφόρος".
Νομίζουμε ότι είναι άξιο αναδημοσίευσης, καθώς κατά τη γνώμη μας, διεισδύει με πολύ απλή γλώσσα σ' ένα αρκετά πολύπλοκο και πολύπτυχο ζήτημα, όπως αυτό της μεταλλευτικής δραστηριότητας, η οποία αν και σκοπίμως κακολογείται, παραμένει αποδεδειγμένα από τους πιο αξιόπιστους πυλώνες στήριξης και ενίσχυσης της ελληνικής οικονομίας.
Ακολουθεί το άρθρο:
"Η διαχρονική αξιοποίηση των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ) έχει συμβάλει καθοριστικά στην κοινωνική και πολιτιστική εξέλιξη του ανθρώπου.
Ακόμη
και σήμερα, στην περίοδο της μεταβιομηχανικής εποχής, η εκμετάλλευση των ΟΠΥ
εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό καθημερινές αλλά και γενικότερες ανάγκες των
πολιτών, ενώ συνεισφέρει στην περαιτέρω οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο. Η
διαρκώς αυξανόμενη ζήτησή τους αποτελεί σταθερή προστιθέμενη αξία για το
μέλλον.
Από την άλλη πλευρά, η μεταλλευτική παραγωγή, όπως και άλλες
βιομηχανικές δραστηριότητες, έχει δεχθεί έντονη κοινωνική κριτική για τις
επιπτώσεις που προκαλεί στο περιβάλλον και τον τρόπο που διαχειρίζεται και
αντιμετωπίζει τους σχετικούς κινδύνους. Την ίδια στιγμή, με την είσοδο του 21ου
αιώνα, οι στρατηγικές επιλογές της ένωσης για βιώσιμη ανάπτυξη επιδιώκουν να
ρυθμίσουν τις συχνά αντικρουόμενες σχέσεις της οικονομικής προόδου με την
απασχόληση και την προστασία του περιβάλλοντος. Βασικό ζητούμενο είναι η
ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Σε ένα πρώτο στάδιο πολιτικών αποφάσεων τέθηκαν σε ισχύ οι συνθήκες
του Γκέτεμποργκ για τη διαμόρφωση όρων βιώσιμης ανάπτυξης, της Λισαβόνας για
αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της απασχόλησης στο πλαίσιο εφαρμογής
καινοτόμων τεχνολογιών βιομηχανικής παραγωγής, και της Βαρκελώνης για τη
δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και διπλασιασμό των σχετικών
κονδυλίων. Στον πυρήνα όλων των προαναφερόμενων εξελίξεων βρίσκεται το δικαίωμα
όλων των Ευρωπαίων για απασχόληση και ποιοτικό περιβάλλον. Στην περίπτωση
αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου η λειτουργία της μεταλλευτικής βιομηχανίας
προσαρμόζεται και υποχρεώνεται στην αυστηρή τήρηση των νέων περιβαλλοντικών και
κοινωνικο-οικονομικών απαιτήσεων και συνθηκών.
Τα Ευρωπαϊκά Γεωλογικά
Ινστιτούτα (EuroGeoSurveys), μαζί με το ΙΓΜΕ και άλλους φορείς, ανέλαβαν
συγκεκριμένες κοιτασματολογικές και μεταλλευτικές πρωτοβουλίες που συνέβαλαν
καθοριστικά στην ενίσχυση του στρατηγικού ρόλου και της βιωσιμότητας των
ευρωπαϊκών ΟΠΥ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι βιώσιμες, κοινωνικά και
περιβαλλοντικά προσεγγίσεις που ήδη δρομολογούνται στη Σουηδία, τη Φινλανδία,
τη Νορβηγία, τον Καναδά και αλλού.
Νέο αναπτυξιακό πλαίσιο
Η ζήτηση των λεγόμενων Μη Ενεργειακών Ορυκτών Πρώτων Υλών
(ΜΕΟΠΥ), με αναφορά στα μεταλλικά, βιομηχανικά, λατομικά και αδρανή ορυκτά,
τείνει διαρκώς αυξανόμενη. Κάθε Ευρωπαίος πολίτης καταναλώνει σήμερα 16 τόνους
ορυκτών. Από την άλλη πλευρά, το 70% των αναγκαίων ορυκτών πρώτων υλών για την
ευρωπαϊκή βιομηχανία εισάγονται από τρίτες χώρες, και ενώ η Ευρώπη καταναλώνει
το 30% της παγκόσμιας παραγωγής μεταλλικών ορυκτών, παράγει μόνο το 3%.
Για το
2009 οι εισαγωγές ΜΕΟΠΥ ανήλθαν συνολικά σε 393.6 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε
136.0 δισ. ευρώ. Οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν το 1/3 του συνόλου εισαγωγών στην
ένωση. Η εξάρτηση της σε ΜΕΟΠΥ κυμαίνεται από 48% στα μεταλλεύματα χαλκού, 64%
ψευδάργυρου και βωξίτη, 78% νικελίου, μέχρι 100% σε μεταλλεύματα κοβαλτίου,
πλατινοειδών μετάλλων, σπανίων γαιών, τιτανίου και βαναδίου. Για τα επόμενα 10
χρόνια εκτιμάται ότι η ζήτηση θα συνεχίσει την ανοδική της πορεία.
Η ΕΕ με τη νέα Πρωτοβουλία της για τις Πρώτες Υλες - ΠΠΥ
(Raw Materials Initiative-RMI), σε συνδυασμό και με ανάλογες παρεμβάσεις της
Παγκόσμιας Τράπεζας, επαναφέρει στο επίκεντρο του αναπτυξιακού ενδιαφέροντος
την αξιοποίησή τους προς όφελος της απασχόλησης και της ποιότητας ζωής των
Ευρωπαίων πολιτών. Προκύπτουν έτσι νέες αναπτυξιακές προτεραιότητες και
στρατηγικές επιλογές για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής
Εξορυκτικής Βιομηχανίας Μη Ενεργειακών Ορυκτών.
Οι ΜΕΟΠΥ βρίσκονται σε διαρκώς
ανερχόμενη τροχιά στην ατζέντα των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων και επιλογών της
ΕΕ. Η προώθηση δυναμικής αξιοποίησης και εκμετάλλευσης των ευρωπαϊκών ΟΠΥ
αποτελεί άμεση και επιτακτική ανάγκη. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. Σουηδία,
Φινλανδία, επενδύουν ήδη στη βιώσιμη ανάπτυξη και διαχείριση νέων κοιτασμάτων
ΜΕΟΠΥ, επιλέγοντας έτσι να αυξήσουν τη μεταλλευτική τους παραγωγή, κάτι που
πρέπει να αποτελέσει και ελληνική επιλογή.
Ο θεσμικός ρόλος του ΙΓΜΕ
Η δυναμική αξιοποίησης και οι επενδυτικές προοπτικές του
ορυκτού πλούτου, η εξασφάλιση ενεργειακών πρώτων υλών, ο έλεγχος και η
παρακολούθηση της ποσοτικής και ποιοτικής κατάστασης των νερών, ο εντοπισμός
και η ενεργειακή αξιολόγηση των γεωθερμικών πεδίων και άλλων ΑΠΕ, η θωράκιση
του κοινωνικού και οικονομικού ιστού από τις φυσικές καταστροφές, η ορθολογική
διαχείριση και προστασία του περιβάλλοντος και η επιλογή χώρων υγειονομικής
απόθεσης αποβλήτων, καθώς και η διαδικασία εναρμόνισης με ευρωπαϊκές πολιτικές
που απαιτούν γεωεπιστημονική υποστήριξη αποτελούν ερευνητικά αντικείμενα και
θεματικές αρμοδιότητες του ΙΓΜΕ. Ειδικότερα, το ΙΓΜΕ λειτουργεί ως
επιστημονικός και τεχνικός σύμβουλος του κράτους, μέσα από τη διεξαγωγή
ερευνητικών έργων που αφορούν
• στη βιώσιμη αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου (ανέδειξε
πρόσφατα την αναπτυξιακή σημασία των ορυκτών πρώτων υλών που διαθέτει η χώρα με
βάση κοιτασματολογικές έρευνες των επιστημόνων του ινστιτούτου, που, μεταξύ
άλλων, οδήγησαν στην έγκριση της πρόσφατης επένδυσης χρυσού στη Χαλκιδική),
• στην υιοθέτηση και εναρμόνιση με ευρωπαϊκές πολιτικές που
απαιτούν γεωεπιστημονική υποστήριξη, όπως, για παράδειγμα, η ανάδειξη και
εφαρμογή της νέας ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας για τις ορυκτές πρώτες ύλες.
Το ΙΓΜΕ είναι επίσης ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Γεωλογικών
Ινστιτούτων της Ευρώπης (EuroGeoSurveys/EGS-The Association of the Geological
Surveys Organizations of Europe), μαζί με άλλα 32 Γεωλογικά Ινστιτούτα και έδρα
τις Βρυξέλλες. Βασικός στόχος είναι η προβολή και ανάδειξη της συμβολής των
γεωεπιστημών στη βιώσιμη ανάπτυξη της Ευρώπης.
Στο πλαίσιο αυτό το ΙΓΜΕ έχει ενεργό ρόλο σε όλα τα επίπεδα
δραστηριοτήτων και παρεμβάσεων που αφορούν τη διαμόρφωση και εφαρμογή
ευρωπαϊκών πολιτικών με επίκεντρο το γεωπεριβάλλον, αλλά και προγραμματικών
πρωτοβουλιών, σχετικών με τη σύνθεση και υποβολή προτάσεων έργων με αντικείμενο
την ορθολογική αξιοποίηση και διαχείριση των φυσικών πόρων.
Για παράδειγμα, η
ευρωπαϊκή γεωεπιστημονική κοινότητα, με κύριους εκφραστές τα εθνικά γεωλογικά
ινστιτούτα, υποστηρίζει και ενισχύει με την ενεργό παρουσία της τη συμβολή και
το ρόλο των Ορυκτών Πρώτων Υλών στη βιώσιμη ανάπτυξη, με αιχμές του δόρατος τις
παρεμβάσεις στην εφαρμογή των νέων πολιτικών και στην εναρμόνιση της
κοιτασματολογικής έρευνας, σύμφωνα με την τρέχουσα κοινωνικο-οικονομική
αντζέντα της Ευρώπης.
Οι ελληνικές ΜΕΟΠΥ
Η ελληνική εξορυκτική δραστηριότητα αποτελεί σημαντικό
οικονομικό τομέα της χώρας με πολλές και ελπιδοφόρες αναπτυξιακές προοπτικές.
Ακόμη η ελληνική βιομηχανία ΜΕΟΠΥ αποτελεί δομικό στοιχείο απαραίτητο για την
ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη πολλών άλλων κλάδων της εθνικής οικονομίας,
προμηθεύοντας πρώτες ύλες για τις ανάγκες της ελληνικής βιομηχανίας ευρύτερα
αλλά και της καθημερινής ζωής.
Η Ελλάδα κατέχει κλαδικά σημαντική θέση στην
ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά, όσον αφορά συγκεκριμένες ΜΕΟΠΥ. Συγκεκριμένα,
στις πρώτες θέσεις μαζί με το λιγνίτη, τα αδρανή υλικά και τα μάρμαρα,
βρίσκονται ο βωξίτης, τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα, οι ποζολανικές γαίες, ο
μπεντονίτης, ο περλίτης, ο γύψος και η κίσηρις. Είναι βέβαια σαφές πως εξορυκτική
δραστηριότητα χωρίς πρόσβαση σε νέα κοιτάσματα δεν μπορεί να υπάρξει.
Η
παραγωγική εκμετάλλευση των ελληνικών ΜΕΟΠΥ αλλά και γενικότερα των ΟΠΥ είναι
σημαντική για την εθνική οικονομία. Η προβλεπόμενη αύξηση ζήτησης στο μέλλον
απαιτεί τον εντοπισμό και την αξιοποίηση περισσότερων κοιτασμάτων στη χώρα.
Βέβαια, η πορεία αυτή προϋποθέτει αποτελεσματικές και δυναμικές παρεμβάσεις και
λύσεις σε κρίσιμα θέματα αξιοποίησης των ΟΠΥ στην Ελλάδα σε σχέση με τις
συνθήκες που διαμορφώνονται από τις τρέχουσες ευρωπαϊκές και διεθνείς
εξελίξεις.
Βασικός προσανατολισμός και προορισμός ενός ευρύτερα
αποδεκτού οδικού χάρτη είναι η κοιτασματολογική αναβάθμιση και ολοκληρωμένη
αποθεματική διαχείριση του ελληνικού ορυκτού πλούτου, η ανάδειξη και εφαρμογή
συγκεκριμένων αναπτυξιακών πολιτικών και τεχνολογικών εργαλείων και η τήρηση
όρων και δεικτών σχετικών με τη βιώσιμη εκμετάλλευση των ΟΠΥ. Στην κατεύθυνση
αυτή κύρια επιδίωξη είναι η συνθετική αξιολόγηση και παροχή αξιόπιστων
επιστημονικών και αναπτυξιακών δεδομένων σχετικά με το κοιτασματολογικό
δυναμικό των ΟΠΥ και ειδικότερα των ΜΕΟΠΥ με αποδέκτες δημόσιους και ιδιωτικούς
φορείς χωροταξικού σχεδιασμού, επενδυτικού προγραμματισμού και κοινωνικού
ενδιαφέροντος.
Το μεταλλογενετικό περιβάλλον στη Β. Ελλάδα είναι ιδιαίτερα
ευνοϊκό για το σχηματισμό εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων μεταλλικών ορυκτών. Η
ακαθάριστη/μικτή μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων νικελίου,
ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου στη Μακεδονία και τη Θράκη,
με βάση την ενεργό μεταλλευτική παραγωγή, τις επενδύσεις που βρίσκονται σε
εξέλιξη και τις τρέχουσες τιμές των μετάλλων ανέρχεται περίπου σε 28 δισ. ευρώ.
Ενα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Τα
δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούντα στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε
νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν
το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος.
Είναι άλλωστε διαπιστωμένο ότι η
ακαθάριστη/μικτή αξία του μεταλλικού περιεχομένου στο σύνολο των μετρημένων
αποθεμάτων της χώρας ανέρχεται περίπου σε 80 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά την
Ελλάδα και ειδικότερα τη Β. Ελλάδα μία από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές
περιφέρειες της Ευρώπης ικανή να αποτελέσει σταθερή πλουτοπαραγωγική πηγή
μετάλλων και να συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Τα αποθέματα και το
μεταλλικό περιεχόμενο σε άργυρο, χαλκό, μόλυβδο, ψευδάργυρο και το βεβαιωμένο
αποθεματικά δυναμικό περίπου 420 τόνων χρυσού στη Μακεδονία και τη Θράκη
αποτελούν τους κυρίαρχους οικονομικούς στόχους.
Είναι φανερό ότι ο ελληνικός ορυκτός πλούτος είναι σε θέση
να συμβάλει καθοριστικά στην κατεύθυνση εντατικότερης και αποτελεσματικότερης
εκμετάλλευσης ενδοευρωπαϊκών πηγών ΜΕΟΠΥ. Πέρα από τις τρεις επενδύσεις χρυσού
που βρίσκονται σε εξέλιξη στη Μακεδονία και τη Θράκη προκύπτουν νέες
αναπτυξιακές δυνατότητες και επενδυτικές ευκαιρίες για την αξιοποίηση και άλλων
κοιτασματολογικών πηγών ΜΕΟΠΥ της χώρας στην κατεύθυνση παραγωγικής
σταθερότητας της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας. Η εξέλιξη αυτή έχει
ιδιαίτερη σημασία για την αναπτυξιακή βιωσιμότητα και τις προοπτικές
απασχόλησης πολλών τοπικών κοινωνιών.
Με βάση τις τρέχουσες εξελίξεις αλλά και τα αποτελέσματα των
κοιτασματολογικών προγραμμάτων που υλοποίησε το ΙΓΜΕ στο Γ’ ΚΠΣ και στο
παρελθόν για 50 και πλέον χρόνια, προκύπτουν συγκεκριμένες προτάσεις έργων που
στοχεύουν στη βέλτιστη αξιοποίηση και τη βιώσιμη εκμετάλλευση επιλεγμένων Μη
Ενεργειακών ΟΠΥ της χώρας, για τις οποίες υπάρχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και
δυνατότητες για την εθνική οικονομία και την περιφερειακή ανάπτυξη. Εντάσσονται
κοιτασματολογικοί στόχοι που βρίσκονται στο επίκεντρο του μεταλλευτικού και
λατομικού ενδιαφέροντος και χρήζουν συστηματικότερης παραγωγικής προσέγγισης,
με όρους ορθολογικής εκμετάλλευσης, για να στηρίξουν τη βιώσιμη λειτουργία της
ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας και να δημιουργήσουν προϋποθέσεις νέων
επενδύσεων.
Πρωτοβουλίες στην Ελλάδα
Επειτα από πολλά χρόνια επιχειρηματικής εσωστρέφειας και
εγκλωβισμού, μακριά από τις αξίες και τη σιγουριά της πραγματικής οικονομίας, η
δυναμική και το περιεχόμενο των επενδύσεων, σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλάζουν
χαρακτηριστικά επιλέγοντας ολοένα και περισσότερο τους παραδοσιακά πλέον
αξιόπιστους αναπτυξιακούς κλάδους όπως είναι αυτός της μεταλλευτικής
βιομηχανίας. Το σχετικά θετικό επενδυτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί στην
Ευρώπη βρίσκεται ακόμη σε πλήρη εξέλιξη και οι περισσότεροι συμφωνούν ότι η
προοδευτικά ανοδική πορεία θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η
τρέχουσα αύξηση στη ζήτηση, σε συνδυασμό με την εξαρτημένη παραγωγική σχέση και
τους εμπορικούς περιορισμούς που επιβάλλονται στη διάθεση, ανεβάζουν τις τιμές
των μετάλλων σε διαρκώς υψηλότερα επίπεδα. Μαζί με το αποθεματικό δυναμικό
πολύτιμων μετάλλων, άλλων κρίσιμων ορυκτών πρώτων υλών, όπως του αντιμονίου και
των σπανίων γαιών, αλλά και των βασικών μετάλλων μολύβδου, ψευδαργύρου, χαλκού,
νικελίου και αλουμινίου, η παραγωγική αξιοποίηση της συνολικής μεταλλευτικής
αξίας του ορυκτού πλούτου της χώρας αποτελεί ίσως τη μοναδική, την
αποδοτικότερη και την πιο ρεαλιστική δυνατότητα εξόδου από το σημερινό
αναπτυξιακό «τέλμα».
Η εθνική, περιφερειακή και τοπική οικονομία θα έχουν
πολλαπλά ανταποδοτικά οφέλη με τη μορφή είσπραξης φόρων, θεσμοθέτησης ειδικών
τελών, δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και έμμεσης απασχόλησης, αύξησης της
παράπλευρης επιχειρηματικότητας και ενίσχυσης των σχετικών προγραμμάτων
εκπαίδευσης και έρευνας. Είναι σίγουρο ότι οι τρέχουσες επενδύσεις και οι
συντεταγμένες κινήσεις του κράτους για πιθανή αξιοποίηση των δημόσιων
μεταλλευτικών χώρων διαμορφώνουν συνθήκες και προοπτικές αναπτυξιακής
βιωσιμότητας, και εγγυώνται ότι, και στην περίπτωση της Ελλάδας, το μέλλον που
διαγράφεται μπορεί και πρέπει να είναι «χρυσό».
Η μεταλλευτική παραγωγή αποτελεί τη μοναδική πλέον ευκαιρία
και δυνατότητα της Ελλάδας, αλλά και άλλων κρατών, για έξοδο από την κρίση. Στη
Σουηδία και τη Φινλανδία, χώρες με παρόμοια πληθυσμιακά και κοιτασματολογικά
χαρακτηριστικά, αποτελεί βασική πεποίθηση για το σύνολο των πολιτών ότι η
αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου έχει ιστορικά σχεδόν μόνη της δημιουργήσει τις
προϋποθέσεις και θέσει τις βάσεις του κοινωνικού κράτους που απολαμβάνουν. Για
το σκοπό αυτόν η χώρα χρειάζεται επειγόντως οικονομικά βιώσιμες παραγωγικές
επενδύσεις που θα συμβάλουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και θα
εγγυηθούν την ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση των περιβαλλοντικών
επιπτώσεων.
Τα αποθέματα
Μεταλλεύματα νικελίου και αλουμινίου, με κυρίαρχη
βιομηχανική παρουσία σε παγκόσμιο επίπεδο, μολύβδου, ψευδαργύρου, χαλκού,
χρυσού και αργύρου, καθώς και δυναμικές κοιτασματολογικές πηγές αντιμονίου και
σπανίων γαιών, συνθέτουν στο σύνολο τους ένα αποθεματικό και πλουτοπαραγωγικό
μέγεθος του οποίου η ακαθάριστη/μικτή μεταλλευτική αξία ξεπερνά τα 80 δισ.
ευρώ. Με δεδομένη τη συγκεκριμένη οικονομική διάσταση, η αξιοποίηση των μη
ενεργειακών ορυκτών πρώτων υλών (ΜΕΟΠΥ) μπορεί να συμβάλει άμεσα και
αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της σημερινής κρίσης, και να δημιουργήσει νέες
θέσεις απασχόλησης.
Οι ευνοϊκές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες που αναμφίβολα
προκύπτουν θα συνεισφέρουν πολλαπλάσια και πολύπλευρα στην ευημερία των
πολιτών. Σήμερα η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία ΜΕΟΠΥ απασχολεί περίπου 15.000
εργαζομένους, ενώ στις νέες μεταλλευτικές επενδύσεις της Χαλκιδικής, του Εβρου,
της Ροδόπης και του Κιλκίς, θα προστεθούν στα επόμενα πέντε χρόνια, πέρα των
περίπου 700 που απασχολούνται τώρα, άλλες 2.000 θέσεις εργασίας. Και βέβαια,
σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική και εμπειρία προβλέπεται και αναμένεται να
προκύψουν ακόμη άλλες 4-5.000 ευκαιρίες έμμεσης απασχόλησης. Δημιουργούνται
έτσι οι προϋποθέσεις μιας άλλης βιώσιμης και δυναμικής αναπτυξιακής προοπτικής
της χώρας, συμπεριλαμβανομένου του υπέρτατου δικαιώματος εργασίας πολλών
άνεργων πολιτών, αλλά και επαγγελματικής αποκατάστασης νέων επιστημόνων και
τεχνικών.
Τα κοιτάσματα της ΒΑ Χαλκιδικής
Η βάσιμη προοπτική αξιοποίησης του ελληνικού Ορυκτού
Πλούτου, και αυτό δεν αποτελεί μια θεωρητική και αποσπασματική προσέγγιση, αλλά
είναι αποτέλεσμα συστηματικής και μεθοδολογικής ενασχόλησης με εργασίες πεδίου,
εργαστηριακές αναλύσεις και μελέτες οικονομικής γεωλογίας, στο πλαίσιο
υλοποίησης έργων κοιτασματολογικής έρευνας του ΙΓΜΕ σε πολλές περιοχές της Β.
Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης της ΒΑ Χαλκιδικής, όπου με τις σημερινές τιμές και
τα εμπορεύσιμα μέταλλα και προϊόντα εμπλουτισμού που θα προκύψουν η ακαθάριστη/μικτή
αξία των γνωστών μεταλλευμάτων ξεπερνά συνολικά τα 13 δισ. ευρώ.
Γενικά το
βεβαιωμένο μεταλλευτικό δυναμικό, αλλά πολύ περισσότερο τα προγνωστικά και «εν
δυνάμει» κοιτασματολογικά αποθέματα, αποτελούν μία βιώσιμα αξιοποιήσιμη και
ανταγωνιστική πλουτοπαραγωγική πηγή για την Ελλάδα, ικανή να αλλάξει γρήγορα
και αποτελεσματικά τα αναπτυξιακά της δεδομένα, προσδίδοντας, μεταξύ άλλων,
χαρακτηριστικά υψηλής προστιθέμενης αξίας στην περιφερειακή οικονομία και την
τοπική κοινωνία.
Σε κάθε περίπτωση, σε πολύ λίγα σημεία του πλανήτη, ή αν
θέλετε πολύ λίγες χώρες, θα άφηναν αναξιοποίητα ανάλογα μεταλλευτικά μεγέθη ή
ακόμη και λιγότερο πλούσια κοιτάσματα, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με την
έντονη παραγωγική εκμετάλλευση μικρότερων κοιτασμάτων που παρατηρείται στη
Σουηδία και τη Φινλανδία. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι τόσο η διαχείριση και
αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων αλλά ο εντοπισμός κοιτασμάτων με
πλούσιο μεταλλευτικό δυναμικό που διασφαλίζει εκμεταλλεύσιμα αποθέματα. Η
πολυδιάστατη αναπτυξιακή προοπτική μιας περιοχής με τη δυνατότητα να αξιοποιεί
όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει αποτελεί βέλτιστη πρακτική
παραγωγικής οικονομίας και δημιουργίας απασχόλησης.
Παραδείγματα πετυχημένων
συνδυασμών υπάρχουν πολλά και στην Ελλάδα και αλλού, όπως στην Ισπανία, στην
Πορτογαλία και στη Φινλανδία. Στην τελευταία, το μεταλλείο χρυσού στο Κίτιλε
συνυπάρχει και είναι μετά δύο χρόνια παραγωγικής λειτουργίας, ήδη ανταγωνιστικό
με την εδώ και χρόνια εδραιωμένη τουριστική βιομηχανία στην περιοχή. Είναι
φανερό ότι η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου δημιουργεί ανταγωνιστική οικονομία,
προσφέρει σταθερή απασχόληση και προστατεύει το περιβάλλον. Με άλλα λόγια
διασφαλίζει με απόλυτο τρόπο τους όρους της Βιώσιμης ή, όπως ορισμένοι
αρέσκονται να αποκαλούν, Πράσινης Ανάπτυξης.
Η Ελληνικός Χρυσός
Το επενδυτικό σχέδιο προβλέπει την εκμετάλλευση των 240
τόνων πολυμεταλλικού και πορφυρικού χρυσού, 1.984 τόνων αργύρου, 1.500.000
τόνων μολύβδου και ψευδαργύρου, και 800.000 τόνων χαλκού που φιλοξενούνται στα
βεβαιωμένα αποθέματα των κοιτασμάτων Ολυμπιάδας, Στρατωνίου/Στρατονίκης και
Σκουριών. Το οικονομικά σκέλος της επένδυσης ανέρχεται συνολικά σε 2,8 δισ.
ευρώ, από τα οποία το 1 δισ. θα διατεθεί στις κατασκευαστικές ανάγκες, ενώ
800.000 ευρώ θα δαπανηθούν στα πρώτα 20 χρόνια σε μισθούς .
Εκτιμάται ότι ο
ετήσιος «τζίρος» θα είναι της τάξης των 300-400 εκατ. ευρώ. Στην πλήρη ανάπτυξη
του επενδυτικού σχεδίου θα απασχολούνται 1.500 εργαζόμενοι στα τρία μεταλλεία,
στα εργοστάσια εμπλουτισμού και στη μονάδα μεταλλουργίας χαλκού-χρυσού, ενώ
6.000 θέσεις θα δημιουργηθούν στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα της
οικονομίας (εργολαβίες, προμήθειες, μεταφορές).
Σήμερα η Ελληνικός Χρυσός
απασχολεί συνολικά περίπου 700 εργαζόμενους στις μεταλλευτικές εγκαταστάσεις
Στρατωνίου/Στρατονίκης, και τα έργα Ολυμπιάδας και Σκουριών, αποτελώντας το
μεγαλύτερο εργοδότη στην περιοχή. Από τους 700 το 95% προέρχεται από την
ευρύτερη περιοχή της Βορειοανατολικής Χαλκιδικής. Η μεταλλευτική εταιρία
Ελληνικός Χρυσός απέκτησε στις αρχές του 2004 με σύμβαση από το ελληνικό
Δημόσιο τα μεταλλευτικά δικαιώματα των Μεταλλείων Κασσάνδρας. Η Ελληνικός
Χρυσός ανήκει στην καναδική ELDORADO GOLD.
Περιβαλλοντική διάσταση
Η μεταλλευτική βιομηχανία, λόγω και της μεγάλης κοινωνικής
πίεσης που δέχεται σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο, έχει εντάξει τις νέες τεχνολογίες
στο σύνολο της παραγωγικής της διαδικασίας περισσότερο ίσως από κάθε άλλη
βιομηχανική δραστηριότητα. Και βέβαια στα θέματα περιβαλλοντικής πρακτικής,
όπως, για παράδειγμα, είναι η διαχείριση των εξορυκτικών αποβλήτων,
καθοδηγείται, παρακολουθείται και ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τη σχετική
εθνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία, αλλά και τους αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους
που επιβάλλονται στο πλαίσιο δημόσιων διαβουλεύσεων, και την πιστή τήρηση των
οποίων αναλαμβάνει να εποπτεύει θεσμοθετημένη επιτροπή στη βάση ανεξάρτητης και
αυτόνομης λειτουργίας με τη συμμετοχή εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η
Οδηγία για τη διαχείριση των μεταλλευτικών αποβλήτων, μαζί με την έκθεση για
τις βέλτιστες διαθέσιμες τεχνικές, αποτελεί πλέον σημαντική δέσμευση και
υποχρέωση για την παραγωγική λειτουργία κάθε εξορυκτικού έργου. Στην κατεύθυνση
και εξέλιξη αυτή η μελλοντική πορεία της μεταλλευτικής βιομηχανίας διαγράφεται
ανοδική και βιώσιμη.
Οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που συνοδεύουν
και τελικά επικυρώνουν ή μη την αδειοδότηση των μεταλλευτικών επενδύσεων
συνιστούν ολοκληρωμένα εργαλεία επιστημονικών, μεθοδολογικών και διοικητικών
προσεγγίσεων που καλούνται να διαμορφώσουν και να καθορίσουν το πλαίσιο
ορθολογικής και της βέλτιστης δυνατής αξιοποίησης ενός κοιτάσματος,
συμπεριλαμβανομένης της παραγωγικής λειτουργίας, αλλά και των διαδικασιών
αποτελεσματικού ελέγχου, παρακολούθησης και αποκατάστασης των περιβαλλοντικών
επιπτώσεων, όπως προκύπτουν από συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς όρους που σε
κάθε περίπτωση επιβάλλονται.
Οι επιπτώσεις
H αξιοποίηση του ελληνικού ορυκτού πλούτου αποτελεί κυρίαρχη
αναπτυξιακή επιλογή και επενδυτική προτεραιότητα. Είναι ευρύτερα γνωστό σήμερα
(κύρια από έρευνες του ΙΓΜΕ) ότι η χώρα διαθέτει βεβαιωμένα αποθέματα ΟΠΥ με σημαντικό
μεταλλευτικό περιεχόμενο και οικονομική αξία. Υπάρχουν επίσης περιοχές με νέα
δυναμικά αποθέματα κοιτασμάτων. Η εκμετάλλευση των ορυκτών πρώτων υλών είναι
πλουτοπαραγωγική πρόκληση και ευκαιρία, και μπορεί να συμβάλει στην οικονομική
πρόοδο.
Η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου προσφέρει πολλές και σημαντικές θέσεις
εργασίες, σε ένα γενικότερο περιβάλλον ανεργίας, ενώ ενισχύει την προοπτική
επαγγελματικής αποκατάστασης πολλών «καταδικασμένων» σήμερα πτυχίων ανώτατης
εκπαίδευσης (για παράδειγμα η μεταλλευτική «Ανοιξη» στον Καναδά, Αυστραλία,
Σκανδιναβία συνοδεύεται από μεγάλη ζήτηση γεω-επιστημόνων).
Ο κοινωνικός
πυλώνας της ΒΑ περιλαμβάνει επίσης την κοινωνική συνοχή και συναίνεση από
πλευράς τοπικών κοινωνιών. Σε πρόσφατη έκθεση σχετικής ευρωπαϊκής επιτροπής
αναφέρεται ότι οι απόψεις και προτάσεις των τοπικών κοινωνιών πρέπει να
λαμβάνονται υπόψη, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να είναι καθοριστικές για
την τελική απόφαση παραγωγικής εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου.
Η
περιβαλλοντική διάσταση δηλαδή, με άλλα λόγια η ποιότητα ζωής, αποτελεί
σημαντική και αναπόσπαστη παράμετρο κάθε ανθρωπογενούς δραστηριότητας. Οι
επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον συνοδεύουν κάθε είδους παραγωγική /
βιομηχανική δραστηριότητα. Το ζητούμενο λοιπόν είναι να εφαρμοστούν τεχνολογίες,
να αναδειχτούν αξιόπιστοι μηχανισμοί παρακολούθησης και να τηρηθούν κανόνες για
να ελαχιστοποιηθούν, και όπου είναι δυνατόν, να εκμηδενιστούν οι
περιβαλλοντικοί κίνδυνοι και απειλές.
Η «ευρωποποίηση» του περιβάλλοντος έχει
φέρει και θέσει σε εφαρμογή τη θέσπιση αυστηρών μέτρων για την προστασία του
εξορυκτικού και μεταλλευτικού περιβάλλοντος. Η απόλυτη τήρηση των
περιβαλλοντικών όρων που επιβάλλονται εγγυώνται ασφαλή λειτουργία της
μεταλλευτικής παραγωγής, και θωρακίζουν το περιβάλλον και τον άνθρωπο από «εν
δυνάμει» απειλές και επιπτώσεις.
Το επενδυτικό περιβάλλον
Η αναπτυξιακή δυναμική και προστιθέμενη αξία των όποιων
επενδυτικών εξελίξεων προκύψουν συνδέεται απόλυτα με την άμεση παραγωγική
εκμετάλλευση των πλούσιων κοιτασμάτων αρχικά στη Χαλκιδική και στη συνέχεια στη
Θράκη. Η πραγματοποίηση των σημαντικών επενδυτικών σχεδίων στις συγκεκριμένες
περιοχές αναδεικνύεται σε ρυθμιστικό παράγοντα για την κοιτασματολογική
αξιολόγηση και τις προοπτικές οικονομικής αξιοποίησης και άλλων μεταλλευμάτων της
χώρας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που εντοπίζονται σε δημόσιους μεταλλευτικούς
χώρους, και μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στη δημιουργία αξιόπιστου και
θετικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση και υλοποίηση νέων παραγωγικών
επενδύσεων.
Προκύπτει τελικά ότι η περιβαλλοντική διάσταση που ορισμένοι προβάλλουν αποτελεί πρόσχημα και καθόλου τεκμηριωμένη άποψη. Απαιτούνται ορθολογικές κινήσεις για ολική επαναφορά στην σωστή και κανονική διάσταση των πραγμάτων."
Αναδημοσίευση από το www.agelioforos.gr
Σχόλια