Η ΠΡΟΣΤΑΤΙΔΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΩΝ ΓΙΟΡΤΑΖΕΙ ΣΗΜΕΡΑ
Η μεταλλομάνα γη
και κοινωνία της ΒΑ Χαλκιδικής σήμερα γιορτάζει και τιμά την Οσία Μεγαλομάρτυρα Αγία Βαρβάρα, την προστάτιδα ασπίδα των μεταλλωρύχων.
Το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε από την πλευρά μας είναι να παραθέσουμε μερικά στοιχεία από τη ζωή και το θάνατο της μεγαλομάρτυρος Αγίας Βαρβάρας.
«Που πορευθώ από του Πνεύματος σου...»
Το γνωστό γραφικό στίχο που πορευθώ από του Πνεύματος σου
και από του προσώπου σου που φύγω... θυμίζει ο τρόπος με τον οποίο η χάρις του
Θεού άγγιξε την ψυχή της Βαρβάρας και φωτίζοντας την με της θεογνωσίας το φως, την
έκανε χριστιανή, για να φωτίζει έκτοτε και στους αιώνες τους πιστούς με την
άθληση και το μαρτύριο της.
Στην Ηλιούπολη της Κοίλης Συρίας (Φοινίκης), πόλης κτισμένης
στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Αντιλίβανο, γεννήθηκε η Βαρβάρα. Για τη
μητέρα της δεν παραδόθηκαν από τους συναξαριστές στοιχεία, ο πατέρας της όμως μας είναι
γνωστός. Λεγόταν Διόσκορος, ήταν τοπάρχης, πλούσιος και διέθετε κοσμική δύναμη.
Την εποχή εκείνη συναυτοκράτορας του Διοκλητιανού. Ο τοπάρχης Διόσκορος είχε
μια μοναχοκόρη, τη Βαρβάρα, προς την οποία έτρεφε απεριόριστη αγάπη και σ'
αυτήν στήριξε πολλές ελπίδες.
Ο πατέρας σχεδιάζει το γάμο της
Όταν έφθασε σε ηλικία γάμου παρουσιάστηκαν πολλοί υποψήφιοι
γαμπροί, και από τους εξέχοντες άρχοντες και από τους μεγιστάνες και από τους
λοιπούς επιφανείς άνδρες της Ηλιούπολης. Όλα όμως τα προξενιά η Βαρβάρα τα έδιωχνε,
πράγμα που ο πατέρας της δεν το έβλεπε με καλό μάτι.
Ήταν γι' αυτόν
αδικαιολόγητη η εμμονή της κόρης του να μη θέλει διακεκριμένους γαμπρούς, που την ζητούσαν σε
γάμο. Υπέθεσε όμως πώς ήταν μιά νεανική ιδιοτροπία και είχε την ελπίδα ότι
αργότερα θα υποχωρούσε και θα δεχόταν να παντρευτεί.
Εν τω μεταξύ, όσο μεγάλωνε, μεγάλωνε αφάνταστα και η ομορφιά
της και την έκανε «περιλάλητη και περιμάχητη». Όσο περνούσε ο καιρός, ο
Διόσκουρος γέμιζε πιο πολύ από ποικίλους φόβους και φαίνεται ο πιο μεγάλος του φόβος ήταν
ορισμένοι ψίθυροι ότι η Βαρβάρα του συμπαθούσε τον Χριστιανισμό. Γι' αυτό και
περιόρισε την ελευθερία της τόσο, όσο να μην την βλέπει κανείς, ούτε και να την
συναναστρέφεται. Μόνο υπηρέτες και υπηρέτριες, πιστοί στον Διόσκουρο, την
συνόδευαν. Κατά την παράδοση, τόσο την περιόρισε, που έφτιαξε ειδικό πύργο και την έκλεισε μέσα.
Σε λίγο καιρό, ελπίζοντας πως θα αλλάξει γνώμη και θα
συνεργασθεί μαζί του. Ενώ κατέβαινε από το διαμέρισμα της κόρης του πέρασε και
από το λουτρό που είχε αναθέσει σε τεχνίτες να κατασκευάσουν και έδωσε εντολή να επισπεύσουν
την ολοκλήρωσή του. Ο ίδιος, έπειτα, αναχώρησε από την Ηλιούπολη για κάποια
μακρινή περιοχή, στα πλαίσια των καθηκόντων του ως τοπάρχη.
Ο συμβολισμός των τριών παραθύρων
Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αυτής η Βαρβάρα πήγε να
δει την πρόοδο των εργασιών στην κατασκευή του λουτρού που γινόταν για χάρη
της. Διαπιστώνοντας ότι αυτό θα φωτιζόταν από δύο παράθυρα, ρώτησε τους τεχνίτες γιατί
δεν πρόσθεσαν κι ένα τρίτο, «ώστε και πιο ωραίο να είναι το λουτρό και πιο
πλούσιος ο φωτισμός του».
Της απάντησαν ότι αυτή ήταν η εντολή του πατέρα της. Εκείνη τους
ζήτησε να προσθέσουν και τρίτο παράθυρο. Στον εύλογο δισταγμό τους, από φόβο να
παρακούσουν στην προσταγή του πατέρα της, η μακάρια Βαρβάρα, δείχνοντας
ενωμένα τα τρία από τα δάχτυλα του χεριού της είπε:
«Να φτιάξετε και τρίτο
παράθυρο. Αν δυσανασχετήσει ο πατέρας μου, εγώ θα είμαι υπεύθυνη απέναντι του». Οι
τεχνίτες υποχώρησαν και συμμορφώθηκαν με την παράκληση της.
Όταν ολοκληρώθηκαν όλες οι εργασίες και το λουτρό της ήταν
έτοιμο, πήγε εκείνη, «στάθηκε κοντά στη δεξαμενή, κοίταξε προς την ανατολή και
με το δάχτυλο της χάραξε στο μάρμαρο το σημείο του τιμίου Σταυρού». Λίγο καιρό μετά
επέστρεψε και ο πατέρας της Διόσκορος. Όπως ήταν φυσικό επιθεώρησε το σπίτι
του, τον πύργο και το νέο λουτρό.
Ζητώντας της εξηγήσεις για το λόγο γι το οποίο υπήρχαν 3
παράθυρα, του απάντησε ότι τα τρία παράθυρα διαφέρουν από τα δύο, αφού «τρία
παράθυρα φωτίζουν κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο», υπονοώντας τα τρία πρόσωπα
της Άγιας Τριάδος. Στην εύλογη ερώτηση του για το νόημα της φράσεως της, η αγία
κόρη του απάντησε:
«Πρόσεξε, πατέρα μου, και θα εννοήσεις αυτό που σου είπα.
Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα· από το φως αυτών των τριών φωτίζεται νοερά και
λάμπει όλη η κτίση». Και λέγοντας αυτά ένωσε τα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού της και έκανε
το σημείο του Σταυρού.
Η οργή του Διόσκορου
Η απροσδόκητη αυτή ομολογία χριστιανικής πίστεως δεν ήταν
δυνατό να γίνει ανεκτή από τον αφοσιωμένο στην ειδωλολατρία πατέρα της. Ο
οποίος καταλήφθηκε από οργή και μεγάλο θυμό. Και ξεχνώντας την πατρική ιδιότητά του,
παραμερίζοντας τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε για την κόρη του, ξαφνικά έσπευσε να
γίνει τύραννος και φονιάς.
Τράβηξε από το θηκάρι το ξίφος του και μανιασμένος όρμησε να
θανατώσει την 'ίδια την κόρη του!
Η Βαρβάρα, υψώνοντας χέρια, μάτια και διάνοια προς τον
ουρανό, ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου της. Όταν δηλαδή ο οργισμένος πατέρας,
κρατώντας το ξίφος, κυνηγούσε την κόρη του με φονική διάθεση, μια μεγάλη πέτρα άνοιξε,
«δέχτηκε μέσα της την αγία και τη διέσωσε από τα αιμοχαρή χέρια του, δίνοντας
σ' αυτήν τη δυνατότητα να ανέβει σε πιο υψηλούς τόπους του βουνού».
Τη συλλαμβάνει και την οδηγεί στον ηγεμόνα
Καθώς ο Διόσκορος συνέχιζε τις προσπάθειές του, ψάχνοντας
στο βουνό για την κόρη του, συνάντησε δύο βοσκούς. Ζήτησε να μάθει από αυτούς
αν γνώριζαν κάτι, αν είδαν μία όμορφη νέα και που κρύβεται. Ο ένας από τους βοσκούς αν και
ήξερε, επειδή ήταν φιλάνθρωπος και κατάλαβε, βλέποντας τον οργισμένο Διόσκορο,
τις άγριες διαθέσεις του, προσποιήθηκε ότι δεν ξέρει τίποτε.
Ο άλλος όμως, όντας κακός
άνθρωπος, ναι μεν δεν μίλησε ανοιχτό για να μην εκτεθεί, με τρόπο όμως έδειξε
με το δάχτυλο του στον Διόσκορο, το μονοπάτι που οδηγούσε στο σημείο που κρυβόταν η
αγία κόρη. Όπως ήταν επόμενο, οδηγημένος ο Διόσκορος και οι άντρες που τον
συνόδευαν από την υπόδειξη του βοσκού, δεν άργησε να βρει και να συλλάβει τη
Βαρβάρα. Εκεί πάνω στο βουνό τη μαστίγωσε χωρίς έλεος, καταπληγώνοντας το σώμα
της.
Ύστερα, αρπάζοντας την από τα μαλλιά και τραβώντας την με βία, την οδήγησε και
την έκλεισε σε ένα μικρό σπίτι, ασφάλισε με ειδικές κλειδαριές πόρτα και
παράθυρα και εγκατέστησε απ’ έξω φρουρούς, στους οποίους έδωσε αυστηρές εντολές να την
προσέχουν ώστε να μη την επισκεφθεί κανείς και να μη τους ξεφύγει.
Ύστερα πήγε, πήρε την κόρη του Βαρβάρα και την παρέδωσε στον
ηγεμόνα Μαρκιανό, εξορκίζοντας τον να εφαρμόσει κατά γράμμα τις διαταγές των
αυτοκρατόρων της Ρώμης σε βάρος των διωκόμενων χριστιανών.
Κολακείες και μαστιγώσεις
Την καθορισμένη ημέρα και ώρα ο Μαρκιανός έδωσε εντολή να
εμφανιστεί ενώπιον του η Βαρβάρα για να δικαστεί. Όταν την είδε εντυπωσιάστηκε
όχι μόνο από την ανυπέρβλητη σωματική ομορφιά της αλλά και από το κόσμιο ήθος
και τη σεμνότητά της. Προς στιγμήν λησμόνησε τη δέσμευσή του απέναντι στον
τοπάρχη Διόσκορο, τον πατέρα της Βαρβάρας. Όχι να την τιμωρήσει δεν ήθελε,
αλλά και να εκφράσει το θαυμασμό του ήταν έτοιμος. Γι' αυτό και άρχισε να της
λέει λόγια γεμάτα φαινομενική φιλανθρωπία, όπως τα διασώζει ο Συναξαριστής της:
«Βαρβάρα, λυπήσου τον εαυτό σου. Πρόσφερε μαζί με μας θυσία
στους θεούς. Ενδιαφέρομαι για το καλό σου και δεν θα 'θελα να σε υποβάλω σε
βασανιστήρια. Σκέψου το
εξαίσιο κάλλος σου. Αν όμως δεν πεισθείς με τη θέλησή σου,
θα με υποχρεώσεις να σου φερθώ με τρόπο που κατά βάθος δεν επιθυμώ».
Στο
άκουσμα της πρότασης για προσφορά θυσίας στους θεούς, η αγία απάντησε με παρρησία:
«Θυσία αινέσεως προσφέρω μόνο στον Θεό μου, ο οποίος είναι ο Δημιουργός του
ουρανού και της γης και όλων όσα υπάρχουν σ' αυτά. Όσο για τους ψεύτικους και
ανύπαρκτους θεούς σου ο προφήτης Δαβίδ, φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, είπε
πριν από αιώνες· τα είδωλα των εθνικών είναι από ασήμι και χρυσό, κατασκευασμένα από χέρια
ανθρώπων (Ψαλμ. 113,5) και όλοι οι θεοί των ειδωλολατρικών εθνών είναι
δαιμόνια, ανύπαρκτοι, πλάσματα της φαντασίας και επινόηση του διαβόλου (Ψαλμ. 90,5). Κι εγώ,
άρχοντα μου, συμφωνώ μ' αυτό, ομολογώ μάλιστα ότι η ελπίδα που στηρίζεται στους
ψεύτικους και ανύπαρκτους αυτούς θεούς σας είναι κενή και μάταιη».
Όπως ήταν φυσικό, η διακήρυξη αυτή της πίστεως εκ μέρους της
αγίας Βαρβάρας εξόργισε τον φαινομενικά φιλάνθρωπο ως εκείνη τη στιγμή
Μαρκιανό. Ο οποίος, αποβάλλοντας το προσωπείο της επιείκειας, πρόσταξε να τη
δέσουν και να τη μαστιγώσουν αλύπητα με βούνευρα. Για να επιτείνει μάλιστα τους
πόνους στο καταπληγωμένο σώμα της, διέταξε να τρίβουν τις πληγές με χοντρά τρίχινα
υφάσματα. Κι ενώ ανελέητα και απάνθρωπα βασανιζόταν η καλλιπάρθενη Μάρτυς, το
αίμα που ανάβλυζε από το καταπληγωμένο σώμα της «πορφύρωσε όλο το έδαφος κάτω και
γύρω απ' αυτό».
Ο ηγεμόνας Μαρκιανός δεν αρκέστηκε στην απάνθρωπη μαστίγωση
της. Ήθελε να σκεφτεί και άλλου είδους βασανισμούς, στους οποίους θα την
υπέβαλε. Γι' αυτό την έκλεισε και πάλι στη φυλακή.
Η εμφάνιση του Κυρίου στη Μάρτυρα. Η συμπαράσταση της
Ιουλιανής
Στη φυλακή η Βαρβάρα προσευχόταν στον Κύριο και Θεό της,
όταν ξαφνικά ένα ουράνιο και λαμπρό φως την περιέλαμψε, ενώ της εμφανίστηκε ο
Ιησούς Χριστός. Της έδωσε θάρρος και την προέτρεψε να μη φοβάται οτιδήποτε προέρχεται
από τους ανθρώπους, όσο κακό και φοβερό κι αν είναι. Της είπε επίσης ότι
Εκείνος θα είναι μαζί της και θα νιώθει ασφαλής κάτω από τις πτέρυγες της προστασίας του.
Προτού ακόμη τελειώσει αυτά που της έλεγε, το θαύμα είχε
συντελεσθεί: Οι πληγές της Μάρτυρος είχαν κλείσει, δεν φαινόταν στο αγιασμένο
σώμα της ούτε τα ίχνη τους, ενώ άφατη χαρά, αγαλλίαση και ευφροσύνη την πλημμύρισε. Μια
γυναίκα, πιστή κι εκείνη στον Θεό, η οποία ως φίλη συναναστρεφόταν τη Βαρβάρα
και βρισκόταν μαζί της στη φυλακή, όταν είδε το πόσο θαυματουργικά εξαφανίστηκαν και
επουλώθηκαν οι πληγές της, όχι μόνο δόξασε τον Κύριο, αλλά ενισχύθηκε ακόμα
περισσότερο στην πίστη και ένιωσε έτοιμη να δεχθεί και η ίδια αν χρειαστεί μαστιγώσεις
και το μαρτύριο για χάρη του Σωτήρα και Λυτρωτή της.
Ο ηγεμόνας Μαρκιανός έδωσε και πάλι εντολή να οδηγήσουν
ενώπιον του τη Βαρβάρα. Καθισμένος στην έδρα του δικαστηρίου, ενώ επίσημοι και
πλήθος λαού τον περιέβαλαν,
ήταν έτοιμος και αποφασισμένος να κλείσει το θέμα. Όταν
εμφανίστηκε η αγία Μάρτυς, έκπληξη και δέος κατέλαβε τους παρευρισκομένους,
καθώς την αντίκρισαν.
Στο σώμα της δεν διέκριναν ούτε μία αμυχή. Οι πληγές της από τη μαστίγωση
είχαν τελείως επουλωθεί. Κι ενώ θα περίμενε κανείς να παραδεχτούν τη
θαυματουργική επέμβαση του Θεού των χριστιανών, ο Μαρκιανός, τυφλωμένος από ειδωλολατρικό πάθος,
χωρίς ίχνος λογικής είπε στην αγία Βαρβάρα: Βλέπεις πως σε προσέχουν οι θεοί
μας και σε θεράπευσαν φροντίζοντας τις πληγές σου;
Για να πάρει αμέσως τη γεμάτη
παρρησία απάντηση της: «Πως θα μπορούσαν να κάνουν κάτι παρόμοιο οι θεοί σου,
που είναι τυφλοί όπως κι εσύ, και για να φτιαχτούν έχουν ανάγκη από ανθρώπινα χέρια; Αν
όμως θα θέλει να μάθεις ποιος με θεράπευσε, σου λέω πως αυτός είναι ο Χριστός,
ο Υιός του Θεού του ζώντος. Τον οποίο δυστυχώς εσύ δεν μπορείς να δεις, αφού βαθύ
σκοτάδι ασέβειας έχει καλύψει τα μάτια της ψυχής σου».
Νέα σκληρά βασανιστήρια
Ο Μαρκιανός έγινε έξω φρενών. Η οργή του έφτασε στο
αποκορύφωμα. Τίποτε πλέον δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Έτσι, έδωσε εντολή
στους δήμιους να εφαρμόσουν και να εκτελέσουν τα πλέον σκληρά και ανελέητα βασανιστήρια
στη Μάρτυρα του Χριστού Βαρβάρα. Κι εκείνοι επιδόθηκαν στο έργο τους με
ιδιαίτερο ζήλο.
Με σιδερένια νύχια ξέσχισαν τα πλευρά της. Έφεραν στα
ξεσχισμένα σημεία λαμπάδες αναμμένες για να επαυξήσουν τους πόνους της.
Χτυπούσαν με σφυρί την κεφαλή της.
Βλέποντας η Ιουλιανή τα ανείπωτα μαρτύρια της φίλης της και
μη μπορώντας να κάνει κάτι άλλο, προσευχόταν μυστικά στον Κύριο, ενώ από τα
μάτια της έτρεχαν δάκρυα συμπόνιας και συμπαράστασης.
Το γεγονός έπεσε στην αντίληψη του ηγεμόνα, που θέλησε
αμέσως να μάθει το λόγο για τον οποίο η Ιουλιανή έδειχνε τόση συμπάθεια προς
την αγία Βαρβάρα. Μόλις πληροφορήθηκε από την ομολογία της ότι και η ίδια είναι
χριστιανή, διέταξε να συλληφθεί αμέσως και να τιμωρηθεί ανάλογα. Οι δήμιοι
λοιπόν την κρέμασαν σε ξύλο και ξέσκισαν τα πλευρά της με σιδερένια νύχια, όπως είχαν πράξει
και με την αγία Βαρβάρα, η οποία υψώνοντας ψυχή και βλέμμα στον ουρανό είπε
τούτα τα λόγια:
«Καρδιογνώστη Θεέ μου, εσύ γνωρίζεις πως εγώ, ποθώντας σε
και από αγάπη προς το νόμο σου, πρόσφερα σ' Εσένα τον εαυτό μου και νιώθω
απόλυτη εξάρτηση από τη δύναμή σου. Μη μας εγκαταλείπεις λοιπόν, αλλά κατά το έλεος
σου βοήθησέ μας. Ενίσχυσε μας να φθάσουμε και οι δυο μας στο τέρμα του δρόμου».
Τούτα τα λόγια έλεγε η καλλίνικη αθλήτρια του Χριστού γιατί
γνώριζε ότι το μεν πνεύμα πρόθυμον, η δε σαρξ ασθενής (Ματθ. 26,41. Μαρκ.
14,38). Και παρακαλούσε τον Κύριο και Θεό της, για τον οποίο υπέμενε τα φρικτά μαρτύρια, να
την ενισχύσει ώστε να ξεπεράσει την ασθένεια της ανθρώπινης φύσης.
Ο δε τύραννος Μαρκιανός, προσπαθώντας να εξουδετερώσει την
πρωτοφανή ανδρεία των δύο γυναικών, Βαρβάρας και Ιουλιανής, σκέφθηκε μία ακόμα
και πιο αποτρόπαιη πράξη: Έδωσε εντολή να κόψουν με σμίλη τους μαστούς των δύο
Μαρτύρων! Ο Συναξαριστής άγιος Συμεών σημειώνει κατά λέξη στην αφήγηση του:
«Γνωρίζω ότι και μόνο στο άκουσμα αυτού του βασανιστηρίου σας έπιασε ίλιγγος». Και
δεν έχει άδικο, άμα κανείς σκεφθεί την ψυχική και σωματική οδύνη που θα ένιωσαν
οι δύο αγνές Μάρτυρες.
Όμως ήταν τόση η πίστη, η αγάπη και η αφοσίωση τους στον
ουράνιο Νυμφίο, που ενδυνάμωσε τη θέληση και την ψυχή τους, η οποία δεν έπαυσε
να είναι υψωμένη στον Κύριο ζητώντας τη βοήθειά του με παρόμοια λόγια:
«Μη
αποστρέψεις από μας, Χριστέ μου, το πρόσωπο σου και μη απομακρύνεις το Άγιο
Πνεύμα σου. Δώσε μας τη μεγάλη χαρά της σωτηρίας που προέρχεται από εσένα· και ενίσχυσε μας
με δύναμη θελήσεως, ώστε η πίστη και η αφοσίωση μας προς εσένα να μείνει
ακλόνητη».
Βλέποντας ο αδίστακτος ηγεμόνας την αποφασιστικότητα των δύο
Μαρτύρων και την κοινή θέληση και καρτερία, σκέφθηκε κάτι διαφορετικό: Έδωσε
εντολή να μη τις αφήσουν μαζί, αλλά την μεν Ιουλιανή να οδηγήσουν στη φυλακή, τη δε
Βαρβάρα να απογυμνώσουν, να την περιφέρουν στους δρόμους της πόλης για
διαπόμπευση και στο τέλος να τη μαστιγώσουν.
Και ποια ήταν η στάση της μεγάλο μάρτυρος; Ενώ
έτσι τη διαπόμπευαν και την ειρωνεύονταν οι ειδωλολάτρες, εκείνη κατέφευγε
γαλήνια στην προσευχή προς τον Κύριο, στον οποίο έλεγε με πίστη:
«Παντοδύναμε Βασιλιά,
που περιβάλλεις τον ουρανό με τα σύννεφα και καλύπτεις τη γη με την ομίχλη. Εσύ
σκέπασε και τη δική μου γύμνωση και κάνε ώστε τα μέλη του σώματος μου να μην είναι
ορατά από τους ασεβείς. Κάνε ώστε η δούλη σου, Κύριε, να μη γίνει αντικείμενο
χλευασμού εκ μέρους εκείνων που στέκονται γύρω της».
Ο δε Κύριος, «ο ταχύς εις το ακούσαι», δέχθηκε τη θερμή προσευχή
της αγίας Βαρβάρας. Και αφενός πλημμύρισε την καρδιά της με ουράνιο θάρρος,
χαρά και παρηγορία, αφετέρου την κάλυψε με μια αόρατη ενδυμασία, έτσι που οι
ασεβείς ειδωλολάτρες να μην αντικρίσουν τη γυμνότητα ιού σώματος της. Όταν
λοιπόν τελείωσε η περιφορά της στους δρόμους της πόλης, οδηγήθηκε η Μάρτυς εκ νέου στον
ηγεμόνα Μαρκιανό.
Η δια του πατρικού ξίφους τελείωση
Εκείνος συνειδητοποίησε πλέον ότι ούτε με κολακείες ούτε με
σκληρά βασανιστήρια ήταν δυνατό να πεισθούν οι δύο πιστές νέες, Βαρβάρα και
Ιουλιανή, να αρνηθούν το Νυμφίο τους Χριστό και να θυσιάσουν στους ψεύτικους θεούς των
ειδώλων.
Προκειμένου λοιπόν να μη χάνει το κύρος του μπροστά στα μάτια των
αξιωματούχων και του λαού, από το ότι δεν μπορούσε να καταβάλει το γενναίο φρόνημα των δύο
παρθένων, έλαβε την τελική απόφαση: Καταδίκασε σε θάνατο τη Βαρβάρα και την
Ιουλιανή και όρισε τον τρόπο αποκεφαλισμός δια ξίφους!
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο πατέρας της Βαρβάρας, ο
τοπάρχης Διόσκορος, ήταν παρών σε όλη τη διαδικασία της δίκης και των φρικτών
βασανιστηρίων. Ο κακούργος δεν έδειξε ούτε ίχνος συμπόνιας καθώς παρακολουθούσε
ασυγκίνητος την ψυχική και σωματική οδύνη της μονάκριβης και πανέμορφης
θυγατέρας του.
Η καρδιά του είχε πωρωθεί από το φανατισμό σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο
χαιρόταν για τα βασανιστήρια, αλλά έδειξε και ιδιαίτερα ικανοποιημένος για τη
θανατική ποινή. Ανέλαβε μάλιστα να την εκτελέσει ο ίδιος, γιατί θεώρησε ανανδρία και μαλθακότητα
ψυχής το να θανατωθεί η κόρη του από δήμιους και όχι από τον πατέρα της! Έτσι,
μόλις ανακοινώθηκε επίσημα η απόφαση του ηγεμόνα, «πήρε την κόρη του, για να την
αποκεφαλίσει με τα χέρια του», γράφει ο ιερός Συναξαριστής.
Καθώς οδηγούσε την κόρη του, μαζί με την Ιουλιανή, έξω από
την πόλη, προς το βουνό, όπου θα ακολουθούσε ο αποκεφαλισμός τους, η αγία
Βαρβάρα, έχοντας πλέον τη βεβαιότητα ότι εγγίζει το επίγειο τέλος της, πρόλαβε να
κάνει την ύστατη στιγμή μία ακόμα θερμή προσευχή στον Κύριο και Θεό της,
λέγοντας με θέρμη ψυχής:
«Άναρχε Θεέ, εσύ που άπλωσες τον ουρανό σαν θολωτή στέγη και στερέωσες τη
γη πάνω στα νερά· εσύ που διατάζεις τα σύννεφα να ρίχνουν βροχή και έστησες
ψηλά τον ήλιο για να φωτίζει τα πάντα
•εσύ που όλα αυτά τα αγαθά τα δίνεις σε δικαίους
και άδικους, σε αγαθούς και πονηρούς (Ματθ. 5,45)
•εσύ και τώρα, Βασιλεύ,
άκουσε την προσευχή μου και αξίωσε να μην αγγίξει καμία λοιμώδης αρρώστια οποίον στο σπίτι του
μνημονεύει το όνομά σου και τα μαρτύρια μου για τη δόξα τη δική σου, ούτε να
τον βρει κάτι άλλο από όσα μπορούν να φέρουν στα σώματα των ανθρώπων βλάβη και πόνο.
Διότι εσύ, Κύριε, ξέρεις ότι εμείς είμαστε σάρκα και αίμα, έργο των χειρών σου,
και τιμημένοι με τη δική σου εικόνα, έχοντας τη δυνατότητα να ομοιωθούμε με εσένα».
Καθώς η αγία ολοκλήρωσε τη θερμή προσευχή της, φωνή εξ
ουρανού ακούστηκε που καλούσε την ίδια και τη συναθλή της Ιουλιανή προς τα
ουράνια, ενώ τη βεβαίωνε πως τα αιτήματα της θα εκπληρωθούν όλα.
Όταν άκουσε αυτή την
ουράνια επιβεβαίωση η αγία Βαρβάρα, με περισσότερο θάρρος συνέχισε «αγαλλομένω
ποδί » την πορεία της, ώστε να φτάσει το δυνατόν γρηγορότερα στον τόπο της θυσίας της.
Πράγματι, σε λίγο ήρθαν στο προκαθορισμένο σημείο. Κι εκεί η μεν καλλίνικος
Μάρτυς Βαρβάρα αφού έσκυψε με καρτερία το κεφάλι της «δέχθηκε την τελείωση από τα πατρικά
χέρια δια του ξίφους• και κατά παράδοξο τρόπο αναφάνηκε καλός καρπός από σαπρό
δένδρο», η δε Ιουλιανή υπέστη τον ίδιο μαρτυρικό θάνατο από κάποιον στρατιώτη, και
συναριθμήθηκαν και οι δύο στο «περικείμενον ημίν νέφος μαρτύρων».
Όμως και η θεία Δίκη δεν καθυστέρησε καθόλου να αποδώσει
δικαιοσύνη: Ενώ ο πατροκτόνος κατέβαινε με τη συνοδεία των στρατιωτών από το
βουνό, χτυπήθηκε από κεραυνό και μπήκε τέρμα όχι μόνο στην παρούσα αλλά και στη μέλλουσα
ζωή, της οποίας απώλεσε την απόλαυση. Λέγεται μάλιστα ότι η λάμψη και ο κρότος
αυτού του κεραυνού έφτασαν μέχρι τον ηγεμόνα Μαρκιανό, ως
προειδοποίηση για το άσβεστο και αιώνιο πυρ το οποίο περίμενε και αυτόν.
Τα σώματα των αγίων μαρτύρων Βαρβάρας και Ιουλιανής παρέλαβε
ένας ευσεβής χριστιανός, ο Ουαλεντίνος. Αφού τα τίμησε δεόντως, τα ενταφίασε
στην τοποθεσία Γελασσός, δώδεκα μίλια έξω από την Ηλιούπολη. Επί σειράν ετών οι τάφοι
των δύο Μαρτύρων αποτελούσαν «νόσων ίαμα, ψυχών αγαλλίαμα, ανδρών φιλόθεων
πολυέραστον εντρύφημα».
Αργότερα έγινε ανακομιδή των τιμίων λειψάνων από την
Ηλιούπολη στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα στα ανάκτορα ο αυτοκράτορας Λέων ΣΤ΄ο
Σοφός (886-912) έχτισε παρεκκλήσιο στο οποίο τα αποθησαύρισε.
Πηγή ανάρτησης: xristianos.gr
Σχόλια