Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΤΑ ΟΡΥΚΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ ΤΟ ΥΔΡΟΓΟΝΟ ΚΑΙ Η ΕΚΤΙΝΑΞΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

Γράφει ο Δρ. Γιάννης Μπασιάς*

Iστορικά, οι υψηλές τιμές συχνά προηγούνται της ύφεσης. Οι τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου διαφαίνεται ότι θα παραμείνουν σταθερές τους επόμενους μήνες, ενώ υψηλότερες τιμές του πετρελαίου ενδέχεται να ωθήσουν σε περαιτέρω πληθωρισμό και κίνδυνο ύφεσης. 

Καθώς η πανδημία εξασθενεί, απαιτείται περισσότερη ενέργεια, οι καταναλωτές αυξάνουν τις δαπάνες και η βιομηχανία αυξάνει την παραγωγή της. Αλλά οι χώρες εξαγωγείς πετρελαίου αυξάνουν την παραγωγή προοδευτικά με αποτέλεσμα να δημιουργείται έλλειψη προσφοράς.

Η δέσμευση κοινοτικών και άλλων επενδύσεων σε ορυκτά καύσιμα και η πανδημία, συνέβαλαν στην μείωση των προμηθειών. 

Επιπλέον ανασταλτικοί παράγοντες ήταν ο τυφώνας Ιντα στον Κόλπο του Μεξικού, η έλλειψη αιολικού δυναμικού σε Ευρώπη και Αμερική, η υψηλή ζήτηση φυσικού αερίου από την Ευρώπη και οι χαμηλές εισαγωγές από τη Ρωσία. Όλοι οι αναλυτές θεωρούν ότι αυτοί οι παράγοντες ώθησαν ανοδικά τις τιμές.

Η αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων απειλεί τώρα και την αμερικανική οικονομία όπου η τιμή του αργού αυξήθηκε φέτος κατά 60%, και για τον καταναλωτή έφτασε στα 3 δολάρια το γαλόνι. Η τιμή του φυσικού αερίου έχει διπλασιαστεί, του πετρελαίου θέρμανσης έχει αυξηθεί κατά τουλάχιστον 60% και οι τιμές του άνθρακα είναι στα ύψη. 

Όλα αυτά είναι ενδεικτικά στοιχεία επιβράδυνσης της ανάκαμψης δημιουργώντας μεγάλη πίεση στους καταναλωτές. Στην Ευρώπη, τα πράγματα έχουν πάρει άλλες διαστάσεις, αν και η τιμή της MWh πενταπλασιάσθηκε σε ένα χρόνο λόγω ανεπάρκειας τροφοδοσίας του ηλεκτρικού δικτύου με ΑΠΕ.

Ομοιότητες και διαφορές με την κρίση του 1973

Το 1973, η αύξηση των τιμών του πετρελαίου από 3 δολάρια σε 15 και 17 δολάρια το βαρέλι οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην δυνατότητα  επενδύσεων σε καινοτόμες τεχνολογίες ώστε το πετρέλαιο να αντλείται από βάθη όχι μόνο πχ. 300 μέτρων αλλά χιλιάδων μέτρων βάθους κάτω από την επιφάνεια της γης. Ήταν αναγκαίο, εκείνη την εποχή, να βρεθούν νέα κοιτάσματα που μόνο σε μεγάλα βάθη θα μπορούσαν να αντληθούν, ώστε να ικανοποιηθεί η αυξανόμενη ζήτηση.

Σήμερα, η αύξηση των τιμών αντικατοπτρίζει την ανάγκη επενδύσεων για την μετάβαση από τον άνθρακα και το πετρέλαιο σε λιγότερο ρυπογόνες μορφές ενέργειας, μόνο που αυτές περνάνε αναγκαστικά από την αυξανόμενη ζήτηση του φυσικού αερίου παγκοσμίως. Υπό αυτές τις συνθήκες οι ενεργειακές εταιρείες εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικές όσον αφορά τις καινούργιες έρευνες και γεωτρήσεις λόγω των πιέσεων που δέχονται οι επενδυτές να διατηρήσουν υψηλά περιθώρια κέρδους περιορίζοντας την προσφορά.

Το φίδι που τρώει την ουρά του

Το “κυνήγι” για λιγότερο ρυπογόνες πηγές ενέργειας, λόγω απουσίας καινοτόμων τεχνολογιών και άναρχης μετάβασης προς αυτές έδρασε αποσταθεροποιητικά τα τελευταία χρόνια. Σήμερα στο επίκεντρο βρίσκεται το υδρογόνο στο οποίο εναποτίθενται πολλές ελπίδες. Πολλά λέγονται και γίνονται για το υδρογόνο, όχι αυτό της σύντηξης, αλλά το μπλε και το πράσινο, τα δύο σημερινά βασικά χρώματα του εμπορικού φάσματος του υδρογόνου που μαζί κάνουν και χώρια δεν μπορούν.

Το πράσινο υδρογόνο παράγεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (μέσω ηλεκτρολυτών που χωρίζουν τα μόρια νερού σε υδρογόνο και οξυγόνο), ενώ το μπλε υδρογόνο προέρχεται από φυσικό αέριο με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα (CCS), μια τεχνολογία που δεν μπορεί να συλλάβει όλο το διοξείδιο του άνθρακα (CO2) που εκπέμπεται κατά την διαδικασία διάσπασης του μεθανίου. 

Ανώτερος αξιωματούχος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δήλωσε τον Μάιο στο Eurelectric Power Summit ότι «ο στόχος είναι το πράσινο υδρογόνο, αλλά πρέπει να υπάρξει κάποιο μπλε στην πορεία» διότι δεν θα υπάρχει αρκετή ανανεώσιμη ενέργεια διαθέσιμη για την παραγωγή όλου του καθαρού υδρογόνου που θα χρειαστεί η Ευρώπη τα επόμενα χρόνια (1).

Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Bloomberg NEF, το υδρογόνο που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές αναμένεται να «ξαναγράψει τον παγκόσμιο ενεργειακό χάρτη» τις επόμενες δεκαετίες, λόγω μείωσης του κόστος παραγωγής του πράσινου H2 εκτοπίζοντας τον ρόλο του μπλε και των γκρίζων ποικιλιών που προέρχονται από ορυκτά καύσιμα (2).

Το μπλε υδρογόνο, που παράγεται από φυσικό αέριο με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα, συχνά επικρίνεται επειδή δεν αποτελεί λύση μηδενικών εκπομπών. Είναι δυνατή μόνο η δέσμευση έως και του 90% του διοξειδίου του άνθρακα που εκπέμπεται στη διαδικασία μετασχηματισμού του μεθανίου. 

Για να επιτευχθεί η παραγωγή του φυσικού αερίου χαμηλών ανθρακούχων εκπομπών, δηλαδή του μπλε υδρογόνου, θα χρειαστεί επιπλέον ενέργεια που οι υποστηρικτές των ΑΠΕ βλέπουν να προέρχεται μόνο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αλλά αυτό θα απαιτήσει περαιτέρω μειώσεις εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής.

Μια ακόμα ελπίδα για την ενεργειακή μετάβαση

Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου υποστηρίζει ότι θα είναι πολύ πιο εύκολο και φθηνότερο να παραχθεί καθαρό υδρογόνο σε μεγάλη κλίμακα χρησιμοποιώντας την υπάρχουσα τεχνολογία «μεταβολής» του μεθανίου (αν και με πρόσθετη CCS) από το να βασίζεται σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ηλεκτρόλυση νερού που θα απαιτεί τεράστιες ποσότητες νερού, γεωγραφικών εκτάσεων και μη υπάρχουσας ακόμη τεχνολογίας αποθήκευσης της αναγκαίας ηλεκτρικής ενέργειας.

Όμως συχνά παραβλέπεται το γεγονός ότι η δέσμευση και η αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα απαιτεί πολλή ενέργεια, η οποία μπορεί να προσθέσει εκπομπές άνθρακα εάν η ενέργεια αυτή προέρχεται από την παραγωγή ορυκτών καυσίμων.

Όλες οι εταιρείες φυσικού αερίου θα μπορούσαν να μειώσουν τις εκπομπές ανάντη, αλλά αυτό θα απαιτήσει να δεχτούν το πρόσθετο κόστος που δεν επιδοτείται. Θα απαιτηθεί άνευ προηγουμένου πρόοδος όσον αφορά τη δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα (CCS) εντός της επόμενης δεκαετίας, προκειμένου να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στη μεταβατική περίοδο. 

Ο άνθρακας συλλαμβάνεται μέσω ψεκασμού χημικού διαλύτη γνωστού ως αμίνη, η οποία απορροφά το διοξείδιο του άνθρακα αλλά η συμπίεση του έως 200 bar (ατμόσφαιρες πίεση) θα απαιτήσει πολλή ενέργεια σε μεγάλη κλίμακα.

Η πετρελαϊκή εταιρεία Equinor έχει δηλώσει ότι μόνο το μεθάνιο με δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα μπορεί να παρέχει τους όγκους καθαρού υδρογόνου που απαιτούνται για την απαλλαγή της Ευρώπης από τις ανθρακούχες εκπομπές (3).

Οι εταιρείες Shell  και Total υποστηρίζουν ότι μπορεί να μην υπάρχει αρκετή ανανεώσιμη ενέργεια διαθέσιμη τόσο για την απαλλαγή του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας από τις ανθρακούχες εκπομπές όσο και για την παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων πράσινου H2 (4).

Η βιομηχανία βλέπει ότι το συνολικό κόστος θα μπορούσε μειωθεί αντλώντας οξυγόνο που απελευθερώνεται κατά την παραγωγή πράσινου υδρογόνου, όταν διαχωρίζονται τα μόρια νερού σε οξυγόνο και υδρογόνο,. 

Ωστόσο, η παραγωγή οξυγόνου απαιτεί πρόσθετη ενέργεια η οποία θα πρέπει επίσης να είναι ουδέτερη ως προς τον άνθρακα, προκειμένου να αποφευχθούν οι πρόσθετες εκπομπές. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μέσω της προσθήκης βιοαερίου, το οποίο παράγεται με ζύμωση φυτικής ύλης μέσα σε τεράστιες δεξαμενές γνωστές ως αναερόβιοι χωνευτές (5).

Από την άλλη πλευρά οι εταιρείες Orsted και BP αναφέρουν ότι το έργο παραγωγής πράσινου υδρογόνου από υπεράκτιες ανεμογεννήτριες αποτελεί πρώτο βήμα προς μια μακροπρόθεσμη φιλοδοξία για κατασκευή ηλεκτρολυτών ισχύος 500MW, που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν με υδρογόνο από ανανεώσιμη πηγή όλη την υπάρχουσα ηλεκτρική ζήτηση ενός διυλιστηρίου, η οποία επί του παρόντος καλύπτεται από γκρίζο και μπλε υδρογόνο από ορυκτά καύσιμα λόγω του μικρότερου κόστους (6).

Μερικές γενικές παρατηρήσεις επιβάλλονται ως επίλογος αυτού του άρθρου. Πρωτίστως, είναι λάθος να υποστηρίζεται ότι οι ανανεώσιμες πηγές είναι το επόμενο βήμα διότι χρησιμοποιούμε τις ανανεώσιμες πηγές από την αρχή της ανθρωπότητας ενώ εκμεταλλευόμαστε τον άνθρακα και τους υδρογονάνθρακες μόνο τα τελευταία 200 χρόνια. 

Αυτό επέτρεψε την χρήση των μηχανών χωρίς τις οποίες το ΑΕΠ θα ήταν εκατοντάδες φορές μικρότερο. Από το 1950 μέχρι σήμερα, το πετρέλαιο και η ανάπτυξη συμβαδίζουν και οι παροχές υπηρεσιών αυξάνονται μαζί με την αύξηση τού ανθρωπογενούς διοξειδίου του άνθρακα.

Σήμερα δεν είναι σίγουρο εάν βρισκόμαστε στα πρόθυρα μίας κλιματικής αλλαγής, διάρκειας εκατονταετηρίδων η χιλιετηρίδων αύξησης ή μείωσης της θερμοκρασίας. Και οι δύο απόψεις υποστηρίζονται από επιστημονικές και βιομηχανικές ομάδες. 

Η παρουσία των ακραίων φαινομένων δεν αφορά μόνο καύσωνες και πυρκαγιές, αλλά και ισχυρές βροχοπτώσεις και βαρύ χειμώνα και χιονοπτώσεις σε περιοχές της γης για τις οποίες το χιόνι ήταν ιδιαίτερα σπάνιο η ανύπαρκτο φαινόμενο, ενώ σε άλλες περιοχές παρατηρείται τήξη των πάγων. Αλλά αυτά τα φαινόμενα αφορούν σήμερα μόνο σε ετήσια ή εποχιακή χρονική κλίμακα.

Η μείωση της παραγωγής πετρελαίου τις επόμενες δεκαετίες δεν αντανακλά την επιθυμία να σταματήσει η κατανάλωση πετρελαίου για κλιματικούς λόγους, αλλά κυρίως το ότι δεν είναι δυνατόν να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο έναν μη ανανεώσιμο πόρο επ’ αόριστον. 

Ο πληθυσμός και το βιοτικό επίπεδο αναπτύσσονται στον κόσμο αλλά η διάμετρος της γης παραμένει η ίδια και αυτό θα απαιτήσει λογικά επιπλέον καινοτόμα τεχνολογικά βήματα για να αποφευχθεί συρρίκνωση.

1. Senior EU official: ‘The goal is green hydrogen, but there has to some blue along the way’ | Recharge (rechargenews.com)

2. 'By 2030, blue hydrogen will make little economic sense' versus green: BNEF | Recharge (rechargenews.com).

3. 'Green hydrogen cannot be scaled up fast enough so we need blue H2': Equinor | Recharge (rechargenews.com).

4. Large-scale blue hydrogen may still be needed, even if green H2 is cheaper, says Shell VP | Recharge (rechargenews.com).

5. Upstream emissions risk 'killing the concept of blue hydrogen', says Equinor vice-president | Recharge (rechargenews.com).

6. Orsted and BP link for green hydrogen from offshore wind).

*Ο Δρ. Γιάννη Μπασιάς, είναι τέως Πρόεδρος και Διευθύνοντας Σύμβουλος της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων ΑΕ (EΔEY)

Αναδημοσίευση από energia.gr