Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΟΡΥΚΤΟΥ ΜΑΣ ΠΛΟΥΤΟΥ?

Του Δρ. Μηχανικού Μεταλλείων Πέτρου Τζεφέρη
Πολύς ο λόγος για τον ορυκτό μας πλούτο και την ενδεχόμενη συνδρομή του στην αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.  Και αναμενόμενη η προσπάθεια αποτίμησής του σε αριθμούς από όλους σχεδόν, εμπλεκόμενους και μη. Πολλοί, μάλιστα, προχωρούν σε ρηξικέλευθες προτάσεις προς τους κρατούντες: Εξορύξτε, πουλήστε, αποπληρώστε, τελειώσατε!


Ας επιτραπούν ορισμένα σχόλια, με όσο πιο απλά λόγια γίνεται:



1ον. Η αξία του ορυκτού μας πλούτου ή έστω των Ορυκτών Πόρων (ΟΠ) του τόπου μας, δεν μπορεί να αποτιμηθεί με έναν αριθμό.  Καταρχήν, δεν είναι όλα τα αποθέματα κοιτασμάτων ούτε «βέβαια», ούτε «οικονομικά βιώσιμα», ούτε εκμεταλλεύσιμα στον θεωρητικά μέγιστο δυνατό βαθμό. 

Πώς λ.χ. να υπολογίσεις τη μεταλλευτική αξία σε αποθέματα που δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη το κοιτασματολογικό δυναμικό τους όπως π.χ. εκείνα του κοιτάσματα πετρελαίου-φυσικού αερίου για τα οποία δεν υφίστανται ακόμη ερευνητικές γεωτρήσεις ή υπάρχουν μόνο γεωφυσικές έρευνες ή μόνο γεωλογικά δεδομένα; Αλλά και στην περίπτωση που υπάρχουν βεβαιωμένα εκμεταλλεύσιμα αποθέματα, όπως π.χ. βωξίτη, λατερίτη κ.λπ., εντούτοις η αξία τους διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τη δυνατότητα και τον βαθμό αξιοποίησής τους, τα χαρακτηριστικά της μεταλλοφορίας, τη διατιθέμενη μεταλλευτική και μεταλλουργική τεχνολογία, τις απώλειες ανάκτησης του χρήσιμου υλικού κατά την επεξεργασία (εμπλουτισμό, μεταλλουργία), τις τιμές των τελικών προϊόντων στη διεθνή αγορά κ.λπ., παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται η λεγόμενη «οικονομική βιωσιμότητα» του κοιτάσματος.

 Για παράδειγμα, διαφορετική είναι η αξία ενός κοιτάσματος βωξίτη κοντά στην επιφάνεια από ένα «βαθύ» κοίτασμα κι ακόμη διαφορετικά υπολογίζεται η αξία του βωξίτη που οδηγείται στην καθετοποιημένη παραγωγή αλουμινίου και τελείως διαφορετικά αν χρησιμοποιηθεί ως λειαντικό ή συστατικό του τσιμέντου. Μολαταύτα, οι διάφοροι «εκτιμητές» έχουν προεξοφλήσει σε κάθε περίπτωση ότι θα πάρουμε τελικά προϊόντα με τη μέγιστη δυνατή προστιθέμενη αξία.



2ον. Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι βρίσκεται με κάποιον τρόπο ο αριθμός αυτός που αποτιμά την αξία του ορυκτού μας δυναμικού, ουσιαστικά αυτός δεν θα έχει καμία πρακτική αξία στο μέλλον (το άμεσο!) ακριβώς διότι τα οικονομικώς βιώσιμα -υπό τις επικρατούσες τεχνοοικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες- ορυκτά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα είναι πρακτικά εκμεταλλεύσιμα και στο μέλλον ή ότι θα συνεχίσουν να έχουν ζήτηση στη διεθνή αγορά ή ότι η (χρηματιστηριακή) τιμή τους θα συνεχίσει να είναι υψηλή. 

Η εκτίμηση της αξίας των αποθεμάτων ΟΠ είναι μια δυναμική διαδικασία, καθώς επηρεάζεται συνεχώς από τον εντοπισμό νέων αποθεμάτων, την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών που καθιστούν εκμεταλλεύσιμα ολοένα και φτωχότερα κοιτάσματα ή απαξιώνουν άλλα κ.λπ. Όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην υφίσταται μελλοντικά η σημερινή ευνοϊκή συγκυρία για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων. 

Υπάρχουν περιπτώσεις απαξίωσης (έως και απόλυτης) της αξίας ενός ορυκτού για διάφορους λόγους. Για παράδειγμα, ο αμίαντος, το ουράνιο και τα ραδιενεργά ορυκτά (καρκινογόνα, λόγοι υγείας), τα ενεργειακά ορυκτά (συμβολή στις κλιματικές αλλαγές), τα πορφυρικά κοιτάσματα χρυσού-χαλκού στον τόπο μας (αντιδράσεις τοπικών κοινωνιών) κ.λπ.



3ον και σπουδαιότερο. Ο Ορυκτός Πλούτος δεν είναι σεντούκι με χρυσά νομίσματα, ώστε να μπορεί κανείς να τα πάρει ανέξοδα και να προσποριστεί μόνο οφέλη από αυτά. Είναι λανθασμένο και τουλάχιστον κακοπροαίρετο να ισχυρίζεται κανείς ότι η αξία των ΟΠ μπορεί στο σύνολό της να πάει στις «τσέπες» είτε του δημοσίου είτε κάποιων μεταλλευτικών επιχειρήσεων.

Η αλήθεια είναι ότι η εξόρυξη των κοιτασμάτων στο σύνολό τους απαιτεί χρόνο, χρήμα, εργασία, τεχνογνωσία και επιχειρηματικό ρίσκο. Απαιτεί σημαντική γεωτρητική ή γεωχημική έρευνα, προσπελαστικά και προπαρασκευαστικά έργα, κατεργασίες μεγάλου κόστους και υψηλού ρίσκου, αγορά τεχνογνωσίας, καύσιμα, ενέργεια, μισθώματα, τέλη, φόρους, δάνεια, κινητό και ακίνητο εξοπλισμό εκμετάλλευσης, μισθούς εργαζομένων, έξοδα διοίκησης των επιχειρήσεων κ.λπ. Κι ακόμη, έξοδα που αφορούν την αποκατάσταση περιβάλλοντος και τη φάση του κλεισίματος, αλλά και τα αντισταθμιστικά οφέλη προς τις τοπικές κοινωνίες, για να προλαμβάνουμε μη αναστρέψιμες βλάβες στο περιβάλλον αλλά και την κοινωνική συνοχή.



Όλα αυτά τα έξοδα θα πρέπει να αφαιρεθούν από τη εκτιμώμενη αξία των ΟΠ και στο τέλος παραμένει το (σημαντικά κυμαινόμενο) κέρδος της μεταλλευτικής επιχείρησης, το άμεσο όφελος της πολιτείας από μισθώματα και τέλη και το έμμεσο γενικότερο δημόσιο συμφέρον (απασχόληση, αντισταθμιστικά οφέλη, περιφερειακή ανάπτυξη κ.λπ.).



Κι εκεί βρίσκεται -αν θέλετε- ο κρυμμένος θησαυρός για τον ορυκτό πλούτο, η μόνη ρεαλιστική προσδοκία: να μπορέσουμε με στοχευμένα μέτρα να επιμερίσουμε έτσι τα ποσοστά ώστε το δημόσιο συμφέρον να κατέχει τη μερίδα του λέοντος. Ποιος νοιάζεται, αλλά και ποιος μπορεί;

 Αναδημοσίευση από www.protagon.gr