Σάββατο 23 Μαρτίου 2024

ΕΞΑΓΩΓΕΣ: ΤΟ “ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ” ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΘΕΛΕΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥΣ “ΒΑΘΜΟΥΣ” ΣΕ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΗ ΤΟΜΕΑ

Το 2023 σε επίπεδο εξωστρέφειας της Ελληνικής οικονομίας ήταν μια δύσκολη χρονιά, η οποία όμως άφησε και θετικές υποσχέσεις για το τρέχον έτος το 2024.

Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Εξαγωγέων Βορείου Ελλάδος (ΣΕΒΕ), οι εξαγωγές για το 2023 έκλεισαν στα 50,9 δις ευρώ σημειώνοντας με αυτό τον τρόπο την 2η καλύτερη επίδοση μετά από αυτή του 2022 με τους κλάδους των τροφίμων, των ποτών και των μηχανημάτων να σηκώνουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της επίδοσης.

Επιπλέον, μέσα από τα στοιχεία του ΣΕΒΕ προκύπτει και πολύ ενθαρρυντική μείωση του εμπορικού ελλείμματος σε ποσοστό 20%, καθώς από τα 38,8 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022 υποχώρησε στο 31 δισεκατομμύρια ευρώ το 2023.

Οι εξαγωγές το 2023 μειώθηκαν κατά 8,7% σε σχέση με τις κορυφαίες επιδόσεις το 2022, που άγγιξαν τα 54,7 δισεκατομμύρια ευρώ. Οι μεγαλύτερες μειώσεις το 2023 είναι στις πρώτες ύλες σε ποσοστό 20,1%, στα πετρελαιοειδή με 18,2% και στα βιομηχανικά προϊόντα με 13,6%.

Αυτή η εικόνα για τον πρόεδρο του ΣΕΒΕ έχει εξήγηση στην ευρύτερη γεωπολιτική αστάθεια που επικρατεί και τις πληθωριστικές πιέσεις που ευνοούνται από τέτοιου τύπου σύνθηκες:

Το 2023 ήταν μία δύσκολη χρονιά για την εξωστρεφή επιχειρηματικότητα καθώς σημαντικά γεγονότα δυσχέραναν την πορεία των εξαγωγών, όπως ο πόλεμος στη Γάζα και οι συγκρούσεις στην Ερυθρά Θάλασσα δημιουργώντας μείζονα προβλήματα στις αλυσίδες μεταφοράς αλλά και ένα γενικότερο πνεύμα αβεβαιότητας στην Ευρωπαϊκή αλλά και στην παγκόσμια αγορά.

Οι εξαγωγές προϊόντων για το 2023 ανήλθαν σε 50.920,0 εκατ. ευρώ, που όμως διαχρονικά συνιστούν τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην ιστορία. Οι Έλληνες εξαγωγείς απέδειξαν για μία ακόμα φορά ότι, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις και την αστάθεια στις διεθνείς αγορές, κατάφεραν να πετύχουν μείωση του εμπορικού ελλείμματος κατά €7.744,9 εκατ. Ευρώ.

ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ: ΣΤΑΘΕΡΑ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΞΩΣΤΡΕΦΗΣ

Είτε μελετηθεί διεξοδικά, είτε όχι, ο πίνακας εξαγωγών του 2023, κυριολεκτικά κραυγάζουν οι παραγωγικές και εξαγωγικές αδυναμίες του πρωτογενή και δευτερογενή τομέα. Οι δυνατότητες που έχουμε ως οικονομία είναι ανεξάντλητες. 

Είναι μια παραδοχή που έχει πολυσυζητηθεί, παρ’ όλα αυτά γίνεται σαφές, πως ακόμα λείπουν οι σημαντικοί παράμετροι για να λάβει σάρκα και οστά, έτσι ώστε να απογειωθούν στην κυριολεξία πρωτογενής τομέας και μεταποίηση μέσω της αύξησης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας τους και κατ’ επέκταση να ωθήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την ελληνική οικονομία στην ποθούμενη ανάπτυξη επάνω σε στέρεες βάσεις.

Μια μείζονα παράμετρος, για παράδειγμα, είναι το ενεργειακό κόστος, που αποτελεί το σταθερό βραχνά από το 2022 για όλους τους τομείς της οικονομίας, το οποίο ψαλιδίζει τις προοπτικές της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εταιρειών σε σχέση με ομόλογες τους από άλλες ευρωπαϊκές και τρίτες χώρες.

Ανάσα ως προς την αναστροφή αυτής της δυσχερούς πραγματικότητας προς το καλύτερο δίνει, μέσα από την πρόσφατη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ο νόμος 5095/2024 (ΦΕΚ Α' 40/15-3-2024) που συμπεριλαμβάνει τη ρύθμιση του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας περί μείωσης κόστους ρεύματος για τους αγρότες και για την ενεργοβόρο βιομηχανία.

Όπως επισημαίνεται από το ΥΠΕΝ, μέσω της ρύθμισης παρέχεται η δυνατότητα φθηνότερων τιμολογίων ρεύματος σε κατόχους αγροτικών τιμολογίων και σε ενεργοβόρους βιομηχανικούς καταναλωτές προς ενίσχυση του παραγωγικού τους έργου, τη μείωση του κόστους παραγωγής και την ενίσχυση των ελληνικών προϊόντων έναντι του ανταγωνισμού.

Αυτή η απόφαση σε συνδυασμό και με την αναμενόμενη επικαιροποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την βιομηχανία από την Κυβέρνηση έχουν την πολύ ιδιαίτερη σημασία τους, όπως και με άλλες πρωτοβουλίες ή αποφάσεις που πρέπει να παρθούν σε πολιτικό επίπεδο, έτσι ώστε να γίνει το αναγκαίο “κλικ”, όπως λέγεται προς την κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας, που μαστίζεται από την “παραγωγή” χρεών.

Μια ξεκάθαρη εικόνα προοπτικής αυτών των δυνατοτήτων μας δίνει ο καθ’ όλα ανθεκτικός σε κάθε είδους κρίσεις εξορυκτικός κλάδος. Το 2022 οι εξαγωγές του εξορυκτικού κλάδου σημείωσαν αύξηση 20% (!!!) σε σχέση με το 2021 και παρά τις δυσχέρειες που προκάλεσαν ο πόλεμος στην Ουκρανία, η αύξηση του ενεργειακού κόστους, η γιγάντωση του πληθωρισμού και η έλλειψη εργατικών χεριών.

Η εξωστρέφεια του εξορυκτικού κλάδου είναι πολύ εμφατική, καθώς οι εξαγωγές αντιπροσωπεύουν το 65% των πωλήσεων του. Ακόμα πιο εμφατική είναι η συμβολή των Μεταλλείων Κασσάνδρας, καθώς συμβάλλουν στην εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας με ετήσια αξία εξαγωγών στα 200 εκατ. ευρώ, η οποία θα ξεπεράσει τα 500 εκατ. ευρώ με τις εξαγωγές του μεταλλεύματος των Σκουριών, αποτελώντας το σημαντικότερο εμπορικό εταίρο του Οργανισμού ΛιμένΟς Θεσσαλονίκης (ΟΛΘ).

Παράλληλα, όπως σημείωσε σε πρόσφατο άρθρο του στο ΑΠΕ ο Πρόεδρος της “Ελληνικός Χρυσός” κος Χρήστος Μπαλάσκας εκτιμάται ότι οι εξαγωγές θα ξεπεράσουν τα 11 δις μέσα στα επόμενα χρόνια, εκτοξεύοντας στα ύψη την ήδη ισχυρό εξαγωγικό αποτύπωμα της επένδυσης.

Στο ελληνικό υπέδαφος εκτιμάται πως βρίσκεται το 10% των κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ και τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη για την ενεργειακή μετάβαση και αυτονομία της από τρίτες χώρες.

Αναρωτιόμαστε έχουν αντιληφθεί αυτοί που πρέπει το πόσο γρήγορα και αποτελεσματικά πρέπει να κινηθούμε για να προβούμε σε αυτή την αδήριτη ανάγκη αξιοποίησης των ορυκτών πόρων της πατρίδας μας; Οι καιροί που διανύουμε δεν έχουν τις αναμονές του παρελθόντος.